-
1 пятно
-
2 пятно
пятнос прям., перен ἡ κηλίδα [-ίς], τό στίγμα, ἡ μουτζαλιά/ ὁ λεκές (тк. прям.):жировое \пятно ἡ λιγδιά, ἡ λίγδα· чернильное \пятно ἡ μελανιά· родимое \пятно ἡ ἐλιά, ὁ σπίλος· \пятно позора, позорное \пятно τό στίγμα, ἡ καταισχύνη· в пятнах λεκιασμένος, κηλιδωμένος· выводить пятна βγάζω τους λεκέδες, ξελεκιάζω· ◊ и на солнце бывают пятна погов. κι ὁ ήλιος δχει κηλίδες. -
3 сальный
са́льн||ыйприл1. (из сала) στεάτινος:\сальныйая свеча τό σπερ-ματσέτο, τό στεατοκήριο[ν]·2. (запачканный салом) λιγδιασμένος, λαδωμένος, λιπαρός, λιπώδης:\сальныйые пятна οἱ λαδιές, λεκέδες ἀπό λίπος, οἱ λιγδιές·3. (непристойный, грубо-циничный) αίσχρός, ἀσεμνος, σόκιν ◊ \сальныйые железы анат. οἱ στεατογόνοι ἀδένες. -
4 выварить
ρ.σ.μ.1. εξάγω, βγάζω με βρασμό•выварить соль βγάζω αλάτι με βράσιμο (θαλασσινού νερού).
2. βράζω καλά, εντελώς•выварить мясо βράζω καλά το κρέας.
3. εξαλείφω, καθαρίζω με το βράσιμο•выварить пятна на платье βγάζω τους λεκέδες στο φόρεμα με βράσιμο.
βράζω καλά•мясо -лось το κρέας έβρασε καλά.
-
5 вывести
-веду, -ведешь, παρλθ. χρ. вывел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. выведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выведенный, βρ: -ден, -а, -оρ.σ.μ.1. μεταφέρω έξω, αποσύρω• βγάζω έξω,εκδιώκω•вывести войска из города αποσύρω τα στρατεύματα από την πόλη•
вывести нарушителя спокойствия βγάζω έξω τον ταραχοποιό.
|| αποκλείω• вывести кого-н. из игры αποκλείω κάποιον από το παιγνίδι.2. βγάζω έξω οδηγώντας•вывести под руки βγάζω έξω από το χέρι.
|| μετοικίζω•вывести крестьян в незаселенные места μετοικίζω τους αγρότες σε απατόίκητα μέρη.
3. βγάζω από μια κατάσταση•вывести из состояния покоя διαταράσσω, διασαλεύω.
4. συνάγω, καταλήγω στη γνώμη, βγάζω συμπέρασμα κ.τ.τ. вывести формулу βγάζω τύπο (φόρμουλα).5. (για πτηνά) παράγω,εκκολάπτω•вывести цыплят βγάζω πουλάκια.
6. (για ζώα) παράγω, δημιουργώ ράτσα• (γιά φυτά) παράγω, βγάζω ποικιλία•вывести засухоустойчивую пшеницу δημιουργώ (βγάζω) ποικιλία σιταριού ξηρασι|ανθεκτική.
7. ανεγείρω, χτίζω, οικοδομώ.8. εξαλείφω, καθαρίζω•вывести пятна βγάζω τους λεκέδες.
|| εξοντώνω, εξολοθρεύω, καταστρέφω, ξεκάνω•вывести клопов καταστρέφω τους κοριούς•
вывести сорняки καταστρέφω τα ζιζάνια.
9. σχεδιάζω, γράφω• τραγουδώ, εκτελώ με ζήλο•вывести узоры διακοσμώ, φτιάχνω στολίδια.
10. παρασταίνω, απεικονίζω (σε φιλολογικό έργο).εκφρ.вывести наружу – φανερώνω, αποκαλύπτω, βγάζω στα φόρα•вывести в лвди – βγάζω, (προωθώ) στην κοινωνία•вывести из себя – κάνω κάποιον να γίνει εκτός εαυτού (να χάσει την αυτοκυριαρχία του)•вывести из терпения – κάνω (φέρω στο σημείο) να χάσει την υπομονή (να εξοργιστεί)•вывести на дорогу – βγάζω στο σωστό δρόμο (της ζωής)•вывести на чистую ή свежую воду кого – ξεσκεπάζω, φανερώνω, βγάζω στα φόρα κάποιον.1. εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, εκλείπω, χάνομαι•знахари давно –лись οι κομπογιαννίτες εξέλειψαν, από καιρό.
|| βγαίνω απο• τη συνήθεια, τη χρήση κ.τ.τ., χάνομαι, εξαφανίζομαι•-лись старые обычаи ξεχάστηκαν οι παλιές συνήθειες•
-лись сохи πάνε πια τα ξύλινα αλέτρια.
2. καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι, εξοντώνομαι, εξαλείφομαι•-лась моль εξαφανίστηκε ο σκώρος.
|| καθαρίζομαι, βγαίνω, εξαλείφομαι•-лось пятно βγήκε ο λεκές.
3. εκκολάπτομαι•птицы давно -лись τα πουλάκια από καιρό βγήκαν.
-
6 вытравить
-влю, -вишьρ.σ.μ.1. δηλητηριάζω, καταστρέφω, εξολοθρεύω, ξεκάνω με δηλητήριο.2. καθαρίζω χημικώς•вытравить пятна βγάζω τους λεκέδες με χημική ουσία.
3. χαράσσω (με χημική ουσία σε μέταλλο).4. καταπατώ, ποδοπατώ, τσαλαπατώ.5. (πυνηγ.) σηκώνω, βγάζω, κάνω να βγει, να ξεπεταχτεί, το θήραμα.1. καθαρίζομαι, βγαίνω, εξαλείφομαι, με χημική ουσία.2. χαράσσομαι με χημική ουσία.-влю, -вишьρ.σ.μ.(ναυτ.) ξελασκάρω, χαλαρώνω, ξεσφίγγω λίγο.κατεβαίνω αργά, λίγο-λίγο (για άγκυρα, παλαμάρι). -
7 застирать
ρ.σ.μ.1. πλένω το λερωμένο μέρος (όχι όλο)•застирать пятна скатерти πλένω τους λεκέδες του τραπεζομαντηλου.
2. παραπλένω, φθείρω με το ταχτικό πλυαιμο, λιώνω. -
8 отстирать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отстиранный, βρ: -ран, -а, -о.1. ξεπλύνω, βγάζω με το πλύσιμο (λεκέδες, λάσπες κ.τ.τ.).2. τελειώνω το πλύσιμο.1. καθαρίζομαι, βγαίνω με το πλύσιμο•пятно -лось ο λεκές καθάρισε (βγήκε).
|| πλύνομαι, λευκαίνομαι.2. τελειώνω το πλύσιμο. -
9 пятно
-а, πλθ. пятна-тен, -тнам ου δ.1. στίγμα• σημάδι4. лицо в красных -ах πρόσωπο με κόκκινα στίγματα. || κηλίδα, λεκές•пятно на скатерти от вина λεκές στο τραπεζομάντηλο από το κρασί•
чернильное пятно λεκές από μελάνη, μελανιά•
жировое пятно η λίγδα, λιγδιά•
выводить -а βγάζω τους λεκέδες, ξελεκιάζω.
2. μτφ. ηθικό ρύπος, καταισχύνη, στίγμα•этот поступок будет ему вечным -ом αυτή η πράζηθα του μείνει κηλίδα σ όλη του τη ζωή
солнечные -а οι ηλιακές κηλίδες.
-
10 сажать
ρ.δ.μ.1. καθίζω, βάζω να καθίσει, τοποθετώ, βάζω σε θέση• βολεύω;προσγειώνω (αεροπλάνο).2. διορίζω σε θέση.4. βάζω, κλείνω•сажать в тюръщ βάζω στη φυλακή•
сажать в гауптвахту ή в арестантскую βάζω στο κρατητήριο•
сажать под арест βάζω υπο κράτηση•
сажать на цепь βάζω στα δεσμά, αλυσοδένω•
сажать в клетку βάζω στο κλουβί.
|| βάζω (υπό καθεστώς)•на диету βάζω σε δίαιτα.
5. φυτεύω•картофель φυτεύω πατάτα•
сажать табак φυτεύω καπνό.
6. βάζω•сажать кирпичи в печь βάζω τούβλα στο φούρνο•
сажать снопы в овин βάζω τα δεμάτια στο στεγνωτήριο.
7. επιφέρω, προξενώ•сажать пятна βάζω λεκέδες•
сажать синяки μωλωπίζω, μελανιάζω.
|| ράβω•сажать пуговицы на пиджак βάζω κουμπιά στο σακκάκι.
8. επιθέτω, εξαρτώ•сажать наживку на крючок βάζω δόλωμα στο αγκίστρι.
|| μπήγω• καρφώνω.9. βρίσκω το στόχο, σκοπεύω εύστοχα.10. απορρίπτω (στις εξετάσεις).εκφρ.сажать на яйца – βάζω κλώσσα•сажать на царство – βάζω (κάνω)• βασιλιά.κάθομαι• μπαίνω• τοποθετούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. όλων των σημασιών. -
11 усадить
ρ.σ.μ.1. καθίζω, τοποθετώ, βά.ζω να καθίσει•усадить гостей βάζω τους. φιλοξενούμενους να καθίσουν.
2. (απλ.) φυλακίζω•его -ли за беспаспортность τον έβαλαν φυλακή γιατί δεν είχε ταυτότητα.
3. φουρνίζω•усадить хлеб в печь βάζω το ψωμί στο φούρνο.
4. καλύπτω,σκε πάζω επιθέτοντας•стена усажена пятнами ο τοίχος σκεπάστηκε από λεκέδες.
5. φυτεύω•грядку цветами φυτεύω μια βραγιά λουλούδια.
6. χρησιμοποιώ• ξοδεύω, δαπανώ.
См. также в других словарях:
ακοπάνιστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει κοπανιστεί, δεν έχει χτυπηθεί με κόπανο για να τριφτεί «ακοπάνιστο αλάτι», ή στο αλώνισμα «ακοπάνιστο σιτάρι», για να αφαιρεθεί το βούτυρο «ακοπάνιστο γάλα», για να φύγουν οι λεκέδες «ακοπάνιστα ρούχα», «ακοπάνιστες… … Dictionary of Greek
αλέκιαστος — η, ο [λεκιάζω] 1. αυτός που δεν έχει λεκέδες, ακηλίδωτος, καθαρός 2. ο ηθικά άσπιλος, άψογος, άμεμπτος … Dictionary of Greek
λευκοπλακία — Πάθηση των βλεννογόνων αδένων κατά την οποία παρουσιάζονται λευκά ακανόνιστα επάρματα (λεκέδες, πλάκες), κυρίως στον βλεννογόνο του στόματος ή στην περιοχή των γεννητικών οργάνων. Μπορεί να οφείλονται σε υπερκεράτωση λόγω χρόνιου ερεθισμού ή να… … Dictionary of Greek
ξελεκιάζω — καθαρίζω κάτι από τους λεκέδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + λεκιάζω] … Dictionary of Greek
πετσέτα — η, Ν 1. κομμάτι υφάσματος που χρησιμοποιείται κατά το γεύμα για να προστατεύει τα ενδύματα από λεκέδες και για να σκουπιστούν τα χέρια και τα χείλη 2. προσόψιο 3. νόμισμα τής Ισπανίας, η πεσέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pezzetta] … Dictionary of Greek
στιγματίζω — ΝΜΑ [στίγμα, ατος] 1. δημιουργώ στίγματα με εγχάραξη ή με έγκαυση, σημαδεύω κάτι με στίγματα 2. μτφ. εγχαράσσω ηθικά στίγματα, κηλιδώνω, λερώνω (α. «στιγμάτισε με τη συμπεριφορά του το όνομα τής οικογένειας» β. «ὁ διὰ τοῡ βίου κηλίδων τὴν ψυχὴν… … Dictionary of Greek
αμαζονίτης — Ορυκτό γνωστό και με τα ονόματα αμαζόνιος ή αμαζόνων λίθος. Ο α. χαρακτηρίζεται από ωραίο πράσινο χρώμα, γι’ αυτό και χρησιμοποιείται ως διακοσμητικός. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τo χρώμα του μπορεί να μεταπέσει ελαφρά προς το μπλε, άλλοτε πάλι… … Dictionary of Greek
Μουσείο Διονυσίου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων (Ζακύνθου) — Αυτό το σημαντικό για τη Ζάκυνθο ιστορικό μουσείο λειτουργεί από το 1966, σε ένα κτίριο που χτίστηκε μετά τους σεισμούς του 1953 στη θέση του ναού του Παντοκράτορα, ο οποίος καταστράφηκε (πλατεία Αγίου Μάρκου). Το 1992 άρχισαν οι εργασίες… … Dictionary of Greek
αλέκιαστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει λεκέδες: Κατορθώνει και διατηρεί τα ρούχα του αλέκιαστα. 2. άσπιλος, άμεμπτος: Κρατά την υπόληψή του αλέκιαστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαβρωτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που προκαλεί διάβρωση, ο φθοροποιός: Κάποιοι λεκέδες καθαρίζουν μόνο με διαβρωτικά υλικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεκές — ο (λ. τουρκ.), πληθ. έδες 1. κηλίδα από λιπαρή ή άλλη ουσία: Το τραπεζομάντιλο ήταν γεμάτο λεκέδες από σάλτσα. 2. μτφ., άνθρωπος ανήθικος που αποτελεί ντροπή για τους άλλους: Αυτός είναι λεκές για την οικογένειά μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)