-
1 λαχνάεντα
λαχνά̱εντα, λαχνήειςwoolly: neut nom /voc /acc pl (doric)λαχνά̱εντα, λαχνήειςwoolly: masc acc sg (doric) -
2 στέρνον
στέρνον, τό, die Brust, der breite, flach gewölbte Obertheil des menschlichen Körpers; bei Hom. von der Brust des Mannes; Ἀγαμέμνων στέρνον ἴκελος Ποσειδάωνι, Il. 2, 479; εὐρύτερος δ' ὤμοισιν ἰδὲ στέρνοισιν, 3, 194; öfter so im plur.; βάλε δουρὶ στέρνον ὑπὲρ μαζοῖο, 4, 528; ἢ στέρνων ἢ νηδύος ἀντιάσειεν, Brust od. Unterleib treffen, 13, 290; auch von der Brust des Pferdes, 23, 365. 508, und des Schafes, Od. 9, 443; λαχνάεντα, Pind. P. 1, 19; ἀμπνοὰ στέρνων, P. 3, 57; στέρν' ἄρασσε, Aesch. Pers. 1011; Ag. 76 u. öfter, immer im plur.; und so meist auch bei Soph. u. Eur.; auch übertr., wie unser Brust, Herz, τὸ σὸν μὴ στέρνον ἀλγύναιμι, Soph. Trach. 482; ἐξ εὐμενῶν στέρ νων δέχεσϑαι τὸν ἱκέτην, O. C. 488; οὕτω χρὴ διὰ στέρνων ἔχειν, so gesinnt sein, Ant. 633. – Auch in Prosa, Xen., auch im plur. von einem Menschen, Cyr. 1, 2, 13. 2, 1, 9.
-
3 λαχνήεις
λαχνήεις, εσσα, εν, zsgzgn λαχνῆς, bei Arcad. 24, 21, = λαχναῖος, haarig, rauch, στήϑεα λαχνήεντα, die sonst λάσια heißen, Il. 18, 415; Pind. λαχνάεντα στέρνα, P. 1, 19; Φῆρες Il. 2, 743, δέρμα 9, 548, wie sp. D., κάρη Ap. Rh. 1, 1312; von den Löwen, Opp. Cyn. 3, 37; – ὄροφος, von wolligem Rohr oder Schilfe, Il. 24, 451.
-
4 Κύμα
1 Cumae in Italy. ταί θ' ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι Σικελία τ αὐτοῦ πιέζει στέρνα λαχνάεντα (sc. Τυφῶνος) P. 1.18 ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς ναυσίστονον ὕβριν ἰδὼν τὰν πρὸ Κύμας (a reference to the battle, in which Hiero defeated the Carthaginian and Etruscan fleet at sea 474/3 B. C.) P. 1.72 -
5 λαχνάεις
1 shaggy Σικελία τ' αὐτοῦ (= Τυφῶνος)πιέζει στέρνα λαχνάεντα P. 1.19
-
6 πιέζω
a press uponΣικελία τ' αὐτοῦ πιέζει στέρνα λαχνάεντα P. 1.19
b met.,I suppress (feelings)ἐν θυμῷ πιέσαις χόλον οὐ φατὸν ὀξείᾳ μελέτᾳ O. 6.37
II affect, be a burden toτὸ γὰρ οἰκεῖον πιέζει πάνθ' ὁμῶς· εὐθὺς δ ἀπήμων κραδία κᾶδος ἀμφ ἀλλότριον N. 1.53
-
7 Σικελία
Σῐκελία the island.1ἐν πολυμήλῳ Σικελίᾳ O. 1.12
Σικελίας τ' ἔσαν ὀφθαλμός O. 2.9
ταί θ' ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι Σικελία τ αὐτοῦ πιέζει στέρνα λαχνάεντα (i. e. Τυφῶνος) P. 1.19κατένευσέν τέ οἱ χαίταις, ἀριστεύοισαν εὐκάρπου χθονὸς Σικελίαν πίειραν ὀρθώσειν κορυφαῖς πολίων ἀφνεαῖς N. 1.15
ἀπὸ τᾶς ἀγλαοκάρπου Σικελίας ὄχημα δαιδάλεον ματεύειν fr. 106. 7. -
8 στέρνον
στέρνον (-ῳ; -ων, -α.)a chest, breastΣικελία τ' αὐτοῦ πιέζει στέρνα λαχνάεντα P. 1.19
χερσὶ δ' ἄρα Κρονίων ῥίψαις δἰ ἀμφοῖν ἀμπνοὰν στέρνων κάθελεν (join δἰ ἀμφοῖν στέρνων) P. 3.57ἄγαλμ' Ἀίδα, ξεστὸν πέτρον, ἔμβαλον στέρνῳ Πολυδεύκεος N. 10.68
b met., breast, rise of landἐλα]χύνωτον στέρνον χθονός Pae. 4.14
-
9 Τυφώς
Τῡφώς (-ώς, -ῶνος, -ῶνα.) a monster, buried by Zeus beneath Etna.1Αἴτναν, ἶπον ἑκατογκεφάλα Τυφῶνος ὀβρίμου O. 4.7
, cf. fr. 92.ὅς τ' ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται θεῶν πολέμιος, Τυφὼς ἑκατοντακάρανος· τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον· νῦν γε μὰν ταί θ ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι Σικελία τ αὐτοῦ πιέζει στέρνα λαχνάεντα P. 1.16
Τυφὼς Κίλιξ ἑκατόγκρανος P. 8.16
ἀλλ' οἶος ἄπλατον κεράιζε θεῶν Τυφῶνα πεντηκοντοκέφαλον ἀνάγκᾳ Ζεὺς πατὴρ ἐν Ἀρίμοις ποτέ fr. 93. test., Porphyr., de abstin., 3. 16, e Theophrasto, Πίνδαρος δὲ ἐν προσοδίοις πάντας τοὺς θεοὺς ἐποίησεν, ὅτε ὑπὸ Τυφῶνος ἐδιώκοντο, οὐκ ἀνθρώποις ὁμοιωθέντας, ἀλλὰ τοῖς ἄλλοις ζῴοις fr. 91. -
10 στέρνον
στέρνον, τό,A breast, chest, in Hom. both in sg. and pl., always of males ( στῆθος being used of both sexes),βάλε δουρὶ σ. ὑπὲρ μαζοῖο Il.4.528
, cf. 2.479, etc.;κρήδεμνον ὑπὸ στέρνοιο τάνυσσαι Od.5.346
, cf. Pi. N.10.68, X.An.1.8.26: pl.,εὐρύτερος δ' ὤμοισιν ἰδὲ στέρνοισιν Il.3.194
;ἐν δέ τέ οἱ κραδίη.. στέρνοισι πατάσσει 13.282
;σ. λαχνάεντα Pi.P.1.19
; so in X., Cyr.1.2.13; παίσας εἰς τὰ ς... παῖδα ib.4.6.4; of horses, Il.23.365 (sg. in 508); of sheep, Od.9.443; in Trag. also of women, in sg., E.Hec. 563; pl., μαστούς τ' ἔδειξε στέρνα θ' ib. 560; στέρνων πλαγαί beating of the breast, S.El.90 (anap.);ἐν στέρνοισι πεσοῦνται δοῦποι Id.Aj. 633
(lyr.);στέρν' ἄρασσε A.Pers. 1054
.2 Poet., esp. Trag., also, the breast as the seat of the affections, heart,ἀνδρῶν γὰρ ἐσθλῶν σ. οὐ μαλάσσεται S.Fr. 195
;τὸ σὸν μὴ σ. ἀλγύνοιμι Id.Tr. 482
: mostly in pl.,ἤλγυνεν ἐν στέρνοις φρένα A.Ch. 746
, cf. S.Ph. 792; οὕτω χρὴ διὰ στέρνων ἔχειν one ought to feel thus, Id.Ant. 639;στέρνοις ἐγκαταθέσθαι τι Simon.
(?)85;Ἄρη ἐν στέρνοις ἔχειν E.Ph. 134
;ἐξ εὐμενῶν σ. δέχεσθαί τινα S.OC 487
; .II metaph.,στέρνα χθονός Suid.
, cf. Sch. S.OC 691.2 ὑπὸ στέρνοισι καμίνου in the heart of the fire, Nic. Th. 924.—Rare in early Prose (v. supr.); found also in Medic., in signf. 1.1, Hp.Flat.10 (pl.), Sor.1.103, al., Gal.16.608, 18(2).65, al. (all sg.);τὰ σ. μαχαίρᾳ ἀνσχίσσαντα IG42(1).121.99
(Epid., iv B.C.); never in Arist. (f.l. for στενῶν in Pr. 905b40).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στέρνον
См. также в других словарях:
λαχνάεντα — λαχνά̱εντα , λαχνήεις woolly neut nom/voc/acc pl (doric) λαχνά̱εντα , λαχνήεις woolly masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TYPHOEUS — Gigas Terrae et Titani fil. quem illa Iovi irata in perniciem caelestium fertur edidisle. Virg. l. 1. Georg. v. 279. Tum partu terra nesando Caeumque Iapetumque creat, saevumque Typhoea. Huius manus robustae, pedes indefessi erant ac serpentini,… … Hofmann J. Lexicon universale