-
1 λαρυγγολόγος
ο мед. врач-ларинголог -
2 λαρυγγολογος
gırtlak hastalıkları mütehassısı -
3 отоларинголог
-
4 ларинголог
ларингологм ὁ λαρυγγολόγος. -
5 ларинголог
[λαρινγκόλακ]ουσ. α (ιατρ) λαρυγγολόγος -
6 ларинголог
[λαρινγκόλακ]ουσ α (ιατρ) λαρυγγολόγος -
7 горловик
-а α. (απλ.) γιατρός λαρυγγολόγος. -
8 ларинголог
-а α.λαρυγγολόγος.
См. также в других словарях:
λαρυγγολόγος — ο 1. αυτός που ασχολείται με τη λαρυγγολογία 2. γιατρός ειδικός για τις παθήσεις τού λάρυγγα … Dictionary of Greek
λαρυγγολόγος — ο, η ο γιατρός που έχει ειδικευτεί στις παθήσεις του λάρυγγα, της μύτης και των αυτιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek