Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λαρυγγολόγος

См. также в других словарях:

  • λαρυγγολόγος — ο 1. αυτός που ασχολείται με τη λαρυγγολογία 2. γιατρός ειδικός για τις παθήσεις τού λάρυγγα …   Dictionary of Greek

  • λαρυγγολόγος — ο, η ο γιατρός που έχει ειδικευτεί στις παθήσεις του λάρυγγα, της μύτης και των αυτιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»