-
1 мелькать
λαμπυρίζω, τρεμοσβήνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мелькать
-
2 мерцать
λαμπυρίζω, τρεμοφέγγω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мерцать
-
3 мигать
мигать, мигнуть 1) (мериать) λαμπυρίζω 2) (моргнуть) γνέφω με το μάτι* * *= мигнуть1) ( мерцать) λαμπυρίζω2) ( моргнуть) γνέφω με το μάτι -
4 сверкание
το λαμπύρισμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сверкание
-
5 замелькать
замелькатьсов1. (начать мелькать) λαμπυρίζω, λάμπω, ἀστράφτω (γιά μιά στιγμή) (об огнях)/ περνώ, φεύγω, παρέρχομαι (о предметах при быстром движении)·2. (появиться) ἐμφανίζομαι, φαίνομαι γιά μιά στιγμή. -
6 блестеть
-щу, -стишь, к. γραπ. λόγος•блещешь; μτχ. ενστ. блестящий, к. γραπ. λόγος•
блещущий, ρ.δ.
1. λάμπω, φέγγω, φωτίζω, λαμπυρίζω•-ли огни города έλαμπαν τα φώτα της πόλης.
2. μτφ. γυαλίζω, αστράφτω•гневом -ят глаза αστράφτουν,τα μάτια από το θυμό•
не все то золото, что -ит κάθε τι που λάμπει δεν είναι χρυσό•
-ит лысина λάμπει η φαλάκρα (καράφλα).
|| διακρίνομαι, ξεχωρίζω, εξέχω, κάνω εντύπωση•он -ит своим умом αυτός λάμπει με το πνεύμα του.
3. καταπλήττω, κάνω κατάπληξη•они -щут красотой αυτοί λάμπουν με την ομορφιά τους.
-
7 засверкать
ρ.σ.αρχίζω να λαμπυρίζω κλπ. ρ. βλ. сверкать. -
8 играть
ρ.δ., μτχ. ενεστ. играющий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. игранный, βρ: -ран, -а, -о,επιρ. μτχ. -ая κ. -аючи.1. παίζω (για διασκέδαση)•играть в куклы παίζω τις κούκλες•
играть в мяч παίζω το τόπι ή τη μπάλα•
играть в жмурки παίζω την τυφλόμυγα.
|| (για διάφορα παιγνίδια)•играть в шахматы παίζω σκάκι•
играть в футбол παίζω ποδόσφαιρο•
играть в бильирде παίζω μπιλιάρδο.
2. μαίνομαι, μανιάζω, λυσσομανώ•буря -ет μαίνεται η θύελλα.
3. αφρίζω, βράζω•вино -ет το κρασί αφρίζει.
4. λάμπω, λαμπυρίζω•солнце -ет на поверхности воды ο ήλιος λάμπει στην επιφάνεια του νερού•
-ют звзды λαμπυρίζουν τ αστέρια•
бриллиант -ет το διαμάντι λαμπυρίζει•
румянец -ет у не на щеках τα μαγουλά της ροδοκοκκίνίζουν.
|| κινούμαι, πάλλομαι•моршины -ют οι ρυτίδες παίζουν.
|| προσποιούμαι, κάνω•играть в великодушие κάνω τον μεγαλόψυχο.
5. εκτελώ•на скрипке παίζω βιολί•
-ет музыка παίζει η μουσική.
|| μτφ. επιδρώ•играть на нервах επιδρώ στα νεύρα.
|| (διάφορες σημασίες)•играть в деньги παίζω με χρήματα•
играть с огнм (κυρλξ. κ. μτφ.) παίζω με τη φωτιά•
играть своей жизнью παίζω με τη ζωή (διακινδυνεύω τη ζωή)•
в груди у него -ло радостное чувство μέσα του ήταν όλο χαρά•
в этом случае он -ал не особенно почтнную роль σ αυτήν την περίπτωση αυτός δεν έπαιξε καθόλου τίμιο ρόλο•
улыбка -ет на е лице το χαμόγελο σιγοπαίζει στο πρόσωπο.
εκφρ.играть большую роль – παίζω μεγάλο ρόλο (επιδρώ πολύ)•играть срадьбу – παλ. κάνω γάμο•играть первую скрипку – παίζω πρώτο βιολί (πρωτεύοντα! ρόλο)•играть вторую скрипку – παίζω δεύτερο βιολί (δευτερεύοντα ρόλο)•глазами – γλυκοβλέπω, γλυκοκοιτάζω, κάνω γλυκά μάτια• φλερτάρω•играть словами – α) παίζω με τις λέξεις (αποκρύπτω την ουσία του ζητήματος), β) καλαμπουρίζω. играть на бирже παίζω στο χρηματιστήριο•играть на руку кому – παίζω το παιγνίδι κάποιου (βοηθώ, συντελώ)•судьба -ет людми – παλ. η τύχη παίζει με τους ανθρώπους.1. παίζω.2. επιθυμώ• έχω διάθεση. -
9 мелькать
ρ.δ.1. τρεμοσβήνω, τρεμοφέγγω, τρεμολάμπω, λαμπυρίζω. || συναντιέμαι αραιά;μτφ. εμφανίζομαι, περνώ (στη συνείδηση)•разные мысли -ают в его голове διάφορες σκέψεις περνούν στο κεφάλι του.
2. διαδέχομαι γρήγορα. || μτφ. περνώ (φεύγω) γρήγορα (για χρόνο). -
10 поблёскивать
κ. поблскивать-аетρ.δ. λαμπυρίζω, μαρμαίρω σπινθηρίζω. -
11 проблистать
ρ.σ. ακτινοβολώ• λαμπυρίζω. || λάμπω (για ένα χρον. διάστημα)•вдруг на небе -ла молния ξαφνικά στον ουρανό έλαμψε αστραπή.
-
12 сверкать
ρ.σ.1. λαμπυρίζω, μαρμαίρω•звезды -ют τα αστέρια λαμπυρίζουν•
бриллианты -гот τα μπριλάντια λαμπυρίζουν.
|| εκλάμπω, βγάζω εκτυφλωτική λάμψη. || λάμπω, φεγγοβολώ. || μτφ. διαλάμπω, διαφαίνομαι, υποφώσκω.2. ξεχωρίζω, διακρίνομαι, διαγράφομαι.3. (για καθαριότητα)• λάμπω, αστράφτω. || τρεμοσβήνω.4. (για μάτια) αστράφτω, πετώ σπίθες•его глаза -ли от гнева τα μάτια του άστραφταν από το θυμό.
5. μτφ. εξωτερικεύομαι, εμφανίζομαι (για αισθήματα)• λάμπω.εκφρ.только пятки -ют – σπίθες πετάν (βγάζουν) τα πόδια (από τη μεγάλη ταχύτητα). -
13 трепетать
-пещу -пешешьρ.δ.1. πάλλομαι, τρεμουλιάζω, τρέμω, κουνιέμαι• κυματίζω•листва -пещет η φυλλωσιά τρεμουλιάζε ι•
флаги -пщут οι σημαίες κυματίζουν•
море -пе-щет η θάλασσα κυματίζει.
|| σπαρταρώ, σπαράζω. || μαρμαίρω, τρεμοσβήνω, τρεμοφέγγω, τρεμολάμπω, λαμπυρίζω (για φως, φωτιά). || τρεμουλιάζω (για φωνή, ήχο).2. τρέμω, με πιάνει τρεμούλα• πάλλομαιδονούμαι•он -п-щет всем шелом αυτός τρέμει, σύγκορμος (σύσσωμος)•
трепетать от гнева τρέμω από το θυμό.
|| μτφ. εμφανίζομαι, προβάλλω, διαφαίνομαι.3. μτφ. παλ. φοβούμαι πολύ, τρέμω από το αόβο•перед начальством τρέμω μπροστά στους ανωτέρους (διευθυντές, διοικητές, προϊστάμενους).
|| ανησυχώ πολύ•родители -щут за детей οι γονείς ανησυχούν πολύ για τα παιδιά.
τρέμω• ριγώ• τρεμουλιάζω. -
14 трепыхать
ρ.δ. σπαράζω, σπαρταρώ• σφαδάζω. || τρεμουλιάζω, κουνιέμαι, ταλαντεύομαι. || τρεμοφέγγω, τρεμολάμπω, τρεμοσβήνω, λαμπυρίζω.βλ. ρ. ενεργ. φ.
См. также в других словарях:
λαμπυρίζω — λαμπυρίζω, λαμπύρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λαμπυρίζω — (AM λαμπυρίζω) [λαμπυρίς] 1. ακτινοβολώ με διακοπές, φωσφορίζω, βγάζω αδύναμες λάμψεις που αναβοσβήνουν («κερήθρα που λαμπυρίζει απάνω της κρεμάμενο το φως», Ζερβ.) νεοελλ. 1. (γενικά) ακτινοβολώ 2. φωτίζω αρχ. φέγγω σταθερά … Dictionary of Greek
λαμπυρίζω — λαμπύρισα, αμτβ., φωσφορίζω, ακτινοβολώ φως που δεν είναι σταθερό: Τα άστρα λαμπυρίζουν τη νύχτα στον ουρανό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαμπυρίζον — λαμπυρίζω shine like a glow worm pres part act masc voc sg λαμπυρίζω shine like a glow worm pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπυρίζοντα — λαμπυρίζω shine like a glow worm pres part act neut nom/voc/acc pl λαμπυρίζω shine like a glow worm pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπυριζομένους — λαμπυρίζω shine like a glow worm pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπυριζούσης — λαμπυρίζω shine like a glow worm pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπυρίζειν — λαμπυρίζω shine like a glow worm pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπυρίζουσα — λαμπυρίζω shine like a glow worm pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπυρίζουσαν — λαμπυρίζω shine like a glow worm pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπυρίζων — λαμπυρίζω shine like a glow worm pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)