-
1 ἀείρω
ᾰείρω (aor. ειρε, ἀείραις: med. ραντο: pass. ἀείρεται: aor. ἀερθείς, -εῖσα, -έντα. ἀρόμαν v. ἄρνυμαι.)1 act. lift up τέλος δ' ἀείραις πρὸς στιβαρὰς ἐπάραξε πλευράς fr. 111. 3.2 med. win, gain cf. ἄρνυμαι, ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου (synizesin αε vidit Schroeder.) I. 6.603 pass. be lifted upa be exalted, extolledἀρετὰ ἐν σοφοῖς ἀνδρῶν ἀερθεῖσ' ἐν δικαίοις τε πρὸς ὑγρὸν αἰθέρα N. 8.41
εἴη μιν εὐφώνων πτερύγεσσιν ἀερθέντ' ἀγλααῖς Πιερίδων ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.64
σοφίᾳ γὰρ ἀείρεται πλει[ Pae. 14.40
λάμπει δὲ χρόνῳ ἔργα μετ' αἰθέῤ ἀερθέντ (Boeckh: λαμπευθέντα codd.) fr. 227. 3b be elatedνικῶντί γε χάριν, εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον, οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν N. 7.75
4 in tmesis, ἀνὰ κάρα τ' ἄειρ[ε v.ἀναείρω Pae. 20.10
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский