-
1 λαθροποδης
См. также в других словарях:
λαθροπόδης — λαθροπόδης, ὁ (Α) αυτός που περπατά χωρίς να γίνεται αντιληπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + πόδης (< πους, ποδός), πρβλ. αιγο πόδης] … Dictionary of Greek
λαθροπόδας — λαθροπόδᾱς , λαθροπόδης stealthy paced masc acc pl λαθροπόδᾱς , λαθροπόδης stealthy paced masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθρ(ο)- — (AM λαθρ[ο] ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που ανάγεται είτε στο επίρρ. λάθρα (πρβλ. λαθροβόλος, λαθρόνυμφος) είτε στο επίθ. λαθραῑος (πρβλ. λαθροθεατής) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται… … Dictionary of Greek