-
1 заблуждаться
-
2 ошибаться
-
3 пробросить
ρ.σ.μ.1. κοσκινίζω.2. λογαριάζω στο αριθμητήριο.3. λαθεύω στο αριθμητήριο•пробросить шесть рублей κάνω λάθος έξι ρούβλια.
4. αστοχώ (στη βολή).(χαρτπ.) πέφτω έξω, κάνω λάθος στο χαρτί.1. λαθεύω.2. αστοχώ. || κάνω λάθος στο παιγνιόχαρτο. -
4 ошибаться
κάνω λάθος, λαθεύω, σφάλλω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ошибаться
-
5 заблуждаться
ρ.δ. πλανώμαι, απατώμαι, λαθεύω, γελιέμαι•вы -етесь считая его искренним человеком απατάστε αν θεωρείτε αυτόν ειλικρινή άνθρωπο.
-
6 мах
мах 1-а α.1. κίνηση γρήγορη στον αέρα. || περιστροφή τροχού.2. βήμα ζώων (ιδίως αλόγων).εκφρ.одним ή единым -ом, с одного ή единого -у; с -у – μονομιάς, με μιας στο άψε-σβήσε•во весь мах – ολοταχώς•с -у, со всего -у – ξαφνικά, απότομα, με ξαφνική απότομη κίνηση•дать -у – λαθεύω, αστοχώ.мах 2επιφ. με σημ. κατηγ. φρατ (στη στιγμή, ακαριαία). -
7 наврать
-вру, -вршь, παρλθ. χρ. наврал, -ли, -ло, παθ. μτχ-. παρλθ. χρ. навранный, βρ: -ран, -а, -оρ.σ.1. βλ. врать.2. κάνω λάθος, λαθεύω•наврать в вычислениях κάνω λάθος στους λογαριασμούς.
3. βλ. соврать. -
8 напутать
ρ.σ. μπερδεύω, ανακατεύω, περιτυλίγω•напутать ниток μπερδεύω τις κλωστές.
|| συγχύζω. || λαθεύω.μπερδεύομαι, περιτυλίγομαι. -
9 небо
-а, πλθ. небеса, -бс, -ам ουδ. ουρανός•голубое небо γαλάζιος ουρανός•
поднять глаза к -у σηκώνω τα μάτια στον ουρανό•
облачное небо συννεφιασμένος ουρανός.
εκφρ.это как небо от земли – αυτό απέχει όσο ο ουρανός από τη γη•превозносить кого до -бс – αποθεώνω, ανεβάζω στα.ουράνια• ;,на седьмом -е быть ή чувствовать себя κολυμπώ (πλέω) σε πελάγη ευτυχίας•-у жарко (будет, станет – κ.τ.τ.) θα (τον, την κ.τ.τ.) πιάσει η ζάλη (για εργασία, δράση κ.τ.τ.)•как (будто, точно) с -а – σα να έπεσε από τον ουρανό, ουρανοκατέβατος (απροσδόκητη εμφάνιση, συμβάν)•(отличаться) как небо от земли; небо и земля; земля и небо – διαφέρω ή απέχω όσο ο ουρανός από τη γη•между -ом и землёй – είμαι επι ξύλου κρεμάμενος ή στο έλεος του Θεού•попасть пальцем в небо – αστοχώ, λαθεύω, πατώ την αγκινάρα•упасть ή сойти с -а на землю – ανανήφω, προσγειώνομαι, αποκτώ το αίσθημα της πραγματικότητας. -
10 обмерить
ρ.σ.μ.1. μετρώ, καταμετρώ•обмерить поле μετρώ το χωράφι•
обмерить квартиру μετρώ το χώρο του διαμερίσματος.
2. κλέβω, τρώγω στο μέτρημα, στο μέτρο.λαθεύω κάνω λάθος στο μέτρημα. -
11 оплошать
ρ.σ. λαθεύω, κάνω λάθος. -
12 ошибиться
-бусь, -бшься, παρλθ. χρ. ошибся, -лась, -лосьρ.σ. λαθεύω, σφάλλω, κάνω λάθος, σφάλμα, απατώμαι, πλανώμαι•-дверью κάνω λάθος στην πόρτα (πηγαίνω σε άλλη)•
если не -бусь αν δε θα κάνω λάθος•
я -бся в подсчте έκανα λάθος στο λογαριασμό•
я -бся в расчте έπεσα έεω στον υπολογισμό•
я -бся на его счёт έπεσα έξω ως προς αυτόν ή ως προς το ποιόν του.
-
13 подвезти
-везу, -везшь, παρλθ. χρ. подвз-везла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. подвз-ший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подвезнный, βρ: -зн, -зена, -зеноρ.σ.1. μεταφέρω (με μεταφορικό μέσο).2. μεταφέρω, κουβαλώ παραπάνω, συμπληρωματικά.3. (απρόσ.) αστοχώ, λαθεύω, την παθαίνω, την πατώ. -
14 прокинуть
ρ.σ.μ.1. βλ. прокидать.2. αστοχώ κατά τη ρίψη.(χαρτπ.) λαθεύω στο χαρτί, ρίχνω άλλο αντ άλλου. || αφήνω, περνώ απαρατήρητα•прокинуть несколько страниц προσπερνώ μερικές σελίδες.
-
15 промахнуть
-ну, -ншьρ.σ. (απλ.) περνώ, διέρχομαι, διαβαίνω με μεγάλη ταχύτητα.1. αστοχώ, δε βρίσκω το στόχο (στη βολή).2. μτφ. λαθεύω, πέφτω έξω, την πατώ. -
16 промерить
ρ.σ.1. μετρώ• καταμετρώ•промерить глубину βυθομετρώ.
2. μετρώ (για ένα χρον. διάστημα).3. λαθεύω, κάνω λάθος στο μέτρημα. -
17 сплоховать
-хую, -хуешьρ.σ.λαθεύω, κάνω λάθος, ενεργώ άσχημα.
См. также в других словарях:
λαθεύω — λαθεύω, λάθεψα, λαθεμένος βλ. πίν. 17 Σημειώσεις: λαθεύω : η μτχ. λαθεμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο (→ μή σωστός, λανθασμένος) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λαθεύω — (Μ λαθεύω) [λάθος] κάνω λάθος, διαπράττω σφάλμα, σφάλλω, αστοχώ («λάθεψες πάλι στους υπολογισμούς σου») νεοελλ. 1. διαφεύγω, ξεφεύγω από την προσοχή κάποιου, περνώ απαρατήρητος 2. (μτ6.) κάνω κάποιον να διαπράξει σφάλμα μσν. μέσ. λαθεύομαι… … Dictionary of Greek
λαθεύω — λάθεψα, λαθεμένος, αμτβ., κάνω λάθος, σφάλλω, πέφτω έξω: Λάθεψα στην κρίση μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλάθευτος — η, ο [λαθεύω] 1. αυτός που δεν κάνει λάθη, που δεν πέφτει σε σφάλματα, αλάθητος 2. αυτός που δεν αποτυγχάνει στον σκοπό του 3. αυτός που δεν διαπράττει αμαρτήματα, αναμάρτητος 4. αυτός που δεν περιέχει λάθη, αλάνθαστος … Dictionary of Greek
λάθεμα — το [λαθεύω] 1. λάθος, σφάλμα 2. παράπτωμα, αμάρτημα … Dictionary of Greek
λαθώνω — (Μ λαθώνω) 1. κάνω κάποιον να πέσει σε σφάλμα, παραπλανώ 2. κάνω λάθος, λαθεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάθος. Η λ. απαντά σήμερα στο ποντιακό ιδίωμα] … Dictionary of Greek
λανθάνω — και λαθαίνω (AM λανθάνω, Α και λήθω, Μ και λαθαίνω και λαθάνω) 1. διαφεύγω την προσοχή κάποιου, μένω απαρατήρητος (α. «λάθε δ Ἕκτορα», Ομ. Ιλ. β. «οὐδέ με λήθεις, ὅτι θεῶν τίς σ ἦγε», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «λάθε βιώσας» να ζεις διακριτικά χωρίς να… … Dictionary of Greek