Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

λαθεύω

См. также в других словарях:

  • λαθεύω — λαθεύω, λάθεψα, λαθεμένος βλ. πίν. 17 Σημειώσεις: λαθεύω : η μτχ. λαθεμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο (→ μή σωστός, λανθασμένος) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λαθεύω — (Μ λαθεύω) [λάθος] κάνω λάθος, διαπράττω σφάλμα, σφάλλω, αστοχώ («λάθεψες πάλι στους υπολογισμούς σου») νεοελλ. 1. διαφεύγω, ξεφεύγω από την προσοχή κάποιου, περνώ απαρατήρητος 2. (μτ6.) κάνω κάποιον να διαπράξει σφάλμα μσν. μέσ. λαθεύομαι… …   Dictionary of Greek

  • λαθεύω — λάθεψα, λαθεμένος, αμτβ., κάνω λάθος, σφάλλω, πέφτω έξω: Λάθεψα στην κρίση μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλάθευτος — η, ο [λαθεύω] 1. αυτός που δεν κάνει λάθη, που δεν πέφτει σε σφάλματα, αλάθητος 2. αυτός που δεν αποτυγχάνει στον σκοπό του 3. αυτός που δεν διαπράττει αμαρτήματα, αναμάρτητος 4. αυτός που δεν περιέχει λάθη, αλάνθαστος …   Dictionary of Greek

  • λάθεμα — το [λαθεύω] 1. λάθος, σφάλμα 2. παράπτωμα, αμάρτημα …   Dictionary of Greek

  • λαθώνω — (Μ λαθώνω) 1. κάνω κάποιον να πέσει σε σφάλμα, παραπλανώ 2. κάνω λάθος, λαθεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάθος. Η λ. απαντά σήμερα στο ποντιακό ιδίωμα] …   Dictionary of Greek

  • λανθάνω — και λαθαίνω (AM λανθάνω, Α και λήθω, Μ και λαθαίνω και λαθάνω) 1. διαφεύγω την προσοχή κάποιου, μένω απαρατήρητος (α. «λάθε δ Ἕκτορα», Ομ. Ιλ. β. «οὐδέ με λήθεις, ὅτι θεῶν τίς σ ἦγε», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «λάθε βιώσας» να ζεις διακριτικά χωρίς να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»