-
1 λαγωφονος
См. также в других словарях:
λαγωφόνος — και λαγωοφόνος, ον (Α) αυτός που σκοτώνει λαγούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + φόνος (< θείνω), πρβλ. θηρο φόνος, καπρο φόνος] … Dictionary of Greek
λαγωφόνος — hare killer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγωοφόνος — λαγωοφόνος, ον (Α) βλ. λαγωφόνος … Dictionary of Greek
λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… … Dictionary of Greek