Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

λαγωσφαγία

См. также в других словарях:

  • λαγωσφαγία — λαγωσφαγία, ποιητ. τ. λαγωσφαγίη, ἡ (Α) σφαγή λαγών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + σφαγία (< σφάγος < σφάζω), πρβλ. τεκνο σφαγία, χοιρο σφαγία) …   Dictionary of Greek

  • λαγωσφαγίης — λαγωσφαγία killing of hares fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»