Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λήψονται

См. также в других словарях:

  • λήψονται — λαμβάνω a fut ind mid 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επελπίζω — ἐπελπίζω (Α) 1. κάνω κάποιον να ελπίζει («αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν ὡς λήψονται Σικελίαν» με τους χρησμούς τους τούς έκαναν να ελπίζουν ότι θα καταλάβουν τη Σικελία, Θουκ.) 2. στηρίζω κάπου τις ελπίδες μου («ἐπελπίζειν ἐπί τινι») 3. ελπίζω …   Dictionary of Greek

  • επιγιγνώσκω — ἐπιγιγνώσκω (AM) [γιγνώσκω] 1. γνωρίζω κάτι ακόμη καλύτερα, περισσότερο από πριν («ἐπιγνόντι σοι τὸν Χριστόν» «ὅπως μήτηρ σε μὴ ἐπιγνώσεται φαιδρῷ προσώπῳ», Σοφ.) 2. ανακαλύπτω, διακρίνω («κἄπειτ ἐπιγνοὺς ἔργον οὐ καταίσιον ὤμωξεν», Αισχύλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • κρίμα — το (AM κρῑμα) ηθικό παράπτωμα, αμαρτία, ανόμημα (α. «είναι ασυγχώρητα τα κρίματά της» β. «ἵνα μὴ εἰς κρῑμα ἐμπέση τοῡ διαβόλου», ΚΔ) νεοελλ. 1. αδικία, άδικο (α. «κι εις κείνα που μού μίλησες, κρίμα μεγάλον έχεις», Ερωτόκρ. β. «δεν είναι κρίμα κι …   Dictionary of Greek

  • υάκινθος — I Γένος φυτών. Βλ. λ. ζουμπούλι. Υάκινθος ο ανατολικός. II Διαφανές, κιτρινέρυθρο ορυκτό, που αποτελεί παραλλαγή του ζιρκόνιου. Βρίσκεται στους ηφαιστειακούς σχηματισμούς του Εσπαλύ, στον Άνω Λείγηρα, και κατατάσσεται στην κατηγορία των πολύτιμων …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»