-
1 λεσχη
дор. λέσχα ἥ1) заезжий дом, постоялый двор Hom., Hes.2) лесха, место совещаний, помещение для собраний (в Спарте, Дельфах и др.) Plut., Luc.3) собрание, совещание(γερόντων Soph.)
4) разговор, беседаγενομένης λέσχης … Her. — когда речь (за)шла …;λόγον εἴ τινα ἴσχεις πρὸς ἐμὰν λέσχαν Soph. — если ты имеешь что-л. сообщить мне;ἐν λέσχῃ Anth. — в беседе, беседуя -
2 λέσχη
-
3 λέσχη
[лэсхи] ουσ. Θ. клуб,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λέσχη
-
4 λέσχη
[лэсхи] ουσ θ клуб. -
5 λεσχα
-
6 επαλης
-
7 καταδυνω...
καταδύνω...καταδύω, κατα-δύνω(в неперех. знач. тж. med. - aor. 2 κατέδυν, pf. καταδέδυκα)1) погружать в воду, пускать ко дну, топить(τοὺς γαυλούς Her.; ναῦς Thuc.; τὸ σκάφος Luc.)
ἥλιον κ. λέσχῃ Anth. — топить солнце в своей беседе, т.е. проговорить до вечера2) повергать(τινὰ τῷ ἄχει Xen.)
3) погружаться, ( о небесных телах) садиться(ἠέλιος κατέδυ Hom.)
ἐς ἠέλιον καταδύντα Hom. — до захода солнца4) зарываться(εἰς τέν γῆν Arst.)
5) погружаться в воду, тонуть(ἥ νῆσος καταδέδυκε κατὰ θαλάσσης Her.; πλοῖα καταδυόμενα Plat.)
ἥ ναῦς κατεδύετο Her. — корабль стал тонуть6) вторгаться, врыватьсяκαταδῦναι ὅμιλον Τρώων Hom. — ворваться в толпу троянцев;
μάχην καταδύμεναι Hom. — ринуться в бой7) углубляться, забираться, проникать, входить(πόλιν, Διὸς δόμον, εἰς Ἀΐδαο δόμους, κατὰ ὠτειλάς Hom.; εἰς ὕλην Her.; εἰς τὸ ἐντὸς τῆς ψυχῆς Plat.; εἰς βάθος Plut.)
8) прятаться, укрываться, скрываться(εἰς ἄπορον τόπον, ἐν τῇ οἰκίᾳ Plat.; εἰς φάραγγας, ὑπὸ τῆς αἰσχύνης Xen.)
9) надевать на себя(κλυτὰ τεύχεα Hom.)
-
8 καταδυω
καταδύω, κατα-δύνω(в неперех. знач. тж. med. - aor. 2 κατέδυν, pf. καταδέδυκα)1) погружать в воду, пускать ко дну, топить(τοὺς γαυλούς Her.; ναῦς Thuc.; τὸ σκάφος Luc.)
ἥλιον κ. λέσχῃ Anth. — топить солнце в своей беседе, т.е. проговорить до вечера2) повергать(τινὰ τῷ ἄχει Xen.)
3) погружаться, ( о небесных телах) садиться(ἠέλιος κατέδυ Hom.)
ἐς ἠέλιον καταδύντα Hom. — до захода солнца4) зарываться(εἰς τέν γῆν Arst.)
5) погружаться в воду, тонуть(ἥ νῆσος καταδέδυκε κατὰ θαλάσσης Her.; πλοῖα καταδυόμενα Plat.)
ἥ ναῦς κατεδύετο Her. — корабль стал тонуть6) вторгаться, врыватьсяκαταδῦναι ὅμιλον Τρώων Hom. — ворваться в толпу троянцев;
μάχην καταδύμεναι Hom. — ринуться в бой7) углубляться, забираться, проникать, входить(πόλιν, Διὸς δόμον, εἰς Ἀΐδαο δόμους, κατὰ ὠτειλάς Hom.; εἰς ὕλην Her.; εἰς τὸ ἐντὸς τῆς ψυχῆς Plat.; εἰς βάθος Plut.)
8) прятаться, укрываться, скрываться(εἰς ἄπορον τόπον, ἐν τῇ οἰκίᾳ Plat.; εἰς φάραγγας, ὑπὸ τῆς αἰσχύνης Xen.)
9) надевать на себя(κλυτὰ τεύχεα Hom.)
-
9 συγκλητος
I2созванный(γερόντων λέσχη Soph.)
σ. ἐκκλησία Dem. — чрезвычайное народное собраниеIIἥ (sc. ἐκκλησία или βουλή)2) ( в Риме) сенатοἱ ἐκ τῆς συγκλήτου Polyb. — сенаторы;
τὸ τῆς συγκλήτου δόγμα Polyb. (лат. senatus consultum) — сенатское постановление
См. также в других словарях:
Λέσχη — couch fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέσχη — couch fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λέσχῃ — Λέσχη couch fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέσχῃ — λέσχη couch fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην … Dictionary of Greek
λέσχη — η 1. χώρος συγκέντρωσης ατόμων που έχουν το ίδιο επάγγελμα ή ανήκουν στην ίδια κοινωνική τάξη, το εντευκτήριο: Η ταινία θα προβληθεί στην κινηματογραφική λέσχη. 2. χαρτοπαιχτικό κέντρο: Κάθε βράδυ χάνει χρήματα στη λέσχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιακωβίνων, λέσχη των- — Η σημαντικότερη πολιτική ομάδα που συγκροτήθηκε κατά τη διάρκεια της Γαλλικής επανάστασης. Προερχόταν από την Εταιρεία των φίλων του συντάγματος, η οποία είχε δημιουργηθεί στις Βερσαλίες από τη Βρετανική λέσχη (club Breton), και περιλάμβανε στους … Dictionary of Greek
Λέσχαι — Λέσχη couch fem nom/voc pl Λέσχᾱͅ , Λέσχη couch fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέσχαι — λέσχη couch fem nom/voc pl λέσχᾱͅ , λέσχη couch fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЛЕСХА — • Λέσχη, (может быть, от λέγειν, беседа). Л. в Спарте были местом собраний членов отдельных общин частью для беседы, частью для исполнения некоторых обязанностей, так, напр., старейшины Л. должны были решать, следовало ли воспитывать… … Реальный словарь классических древностей
Λεσχέων — Λέσχη couch fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)