Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

λέξη

  • 1 Abbreviations

    adj = adjective
    adv = adverb/adverbial
    past-p = past participle
    verb = verb (infinitive)
    pres-p = present participle
    prep = preposition/adpos.
    conj = conjunction
    pron = pronoun
    prefix = prefix
    suffix = suffix
    noun = noun
    m = der - männlich (Maskulinum)
    f = die - weiblich (Femininum)
    n = das - sächlich (Neutrum)
    pl = die - Mehrzahl (Plural)
    österr. = österreichisch
    südd. = süddeutsch
    nordd. = norddeutsch
    ostd. = ostdeutsch
    schweiz. = schweizerisch
    regional = regional gebräuchlich (landschaftlich)
    alt = alte Schreibweise (vor 2004)
    ugs. = umgangssprachlich
    fig. = figurativ (in bildlichem, übertragenem Sinn)
    hum. = humoristisch
    pej. = pejorativ (abwertend)
    vulg. = vulgär
    veraltend = veraltend
    veraltet = veraltet
    geh. = gehoben
    Rsv. = Rechtschreibvariante (weniger gebräuchlich)
    indekl. = indeklinabel
    jd. = jemand
    jdn. = jemanden
    jdm. = jemandem
    jds. = jemandes
    etw. = etwas
    jd./etw. = jemand/etwas
    jdn./etw. = jemanden/etwas
    jdm./etw. = jemandem/etwas
    Gen. = Genitiv
    Dat. = Dativ
    Akk. = Akkusativ
    +Gen. = wird mit Genitiv gebraucht
    +Dat. = wird mit Dativ gebraucht
    +Akk. = wird mit Akkusativ gebraucht
    ο = αρσενικό
    η = θηλυκό
    το = ουδέτερο
    οι = αρσενικό ή θηλυκό στον πληθυντικό
    τα = ουδέτερο στον πληθυντικό
    απαρχ. = απαρχαιωμένος
    επίσ. = επίσημος
    ευφ. = ευφημιστικός
    καθ. = καθαρεύουσα
    κυπρ. = Κυπριακά
    κοιν. = κοινώς
    μεταφ. = μεταφορικά
    νεολ. = νεολογισμός
    παρωχ. = παρωχημένος
    συναισθ. = συναισθηματικά φορτισμένη λέξη
    υποτ. = υποτιμητικά
    χυδ. = χυδαϊσμός
    οικ. = οικείος
    άκλ. = άκλιτος
    αυτοπ. = αυτοπαθής

    Griechisch-Deutsch-Wörterbuch > Abbreviations

См. также в других словарях:

  • λέξη — η (AM λέξις) 1. το μικρότερο στοιχείο τού προφορικού ή γραπτού λόγου με το οποίο εκφράζεται μια έννοια ή μια σχέση και το οποίο είναι φθόγγος ή αυτοτελές σύνολο φθόγγων (α. «άκλιτη λέξη» β. «μονοσύλλαβη λέξη» γ. «ἡ γὰρ λέξις αὕτη τοῡτο σημαίνει… …   Dictionary of Greek

  • λέξη — η το μικρότερο στοιχείο του λόγου που εκφράζει μια έννοια: Ξέρεις τι σημαίνει αυτή η λέξη; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λέξῃ — λέξηι , λέξις speech fem dat sg (epic) λέγω 1 lay aor subj mid 2nd sg λέγω 1 lay aor subj act 3rd sg λέγω 1 lay fut ind mid 2nd sg λέγω 2 pick up aor subj mid 2nd sg λέγω 2 pick up fut ind mid 2nd sg λέγω 3 lay aor subj mid 2nd sg λέγω 3 lay aor… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακροστιχίδα — Λέξη ή φράση ή αλφαβητική σειρά γραμμάτων που σχηματίζεται από τα αρχικά γράμματα των στίχων ή των στροφών ενός ποιήματος. Λέγεται και ακροστίχιοπαραστιχίδα. Το αντίθετο είναι το τελέστιχο όπου συμβαίνει το ίδιο αλλά με τα τελικά γράμματα των… …   Dictionary of Greek

  • Σαβαώθ — Λέξη εβραϊκή που σημαίνει «Κύριος των δυνάμεων». Αναφέρεται στον Ησαΐα (Παλαιά Διαθήκη) και στην Καινή Διαθήκη από την οποία και υιοθετήθηκε και στη λειτουργική γλώσσα της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Γνωστός είναι ο ύμνος που ψάλλεται κατά τη θεία… …   Dictionary of Greek

  • άβρα — Λέξη σημιτική που αναφέρεται κυρίως στην Παλαιά Διαθήκη, στη μετάφραση των Ο’. Πρόκειται για την έμπιστη θεραπαινίδα ή την ακόλουθο. Συνώνυμό της είναι η λέξη βάγια. * * * ἅβρα και ἄβρα, η (Α) νεαρή δούλα, έμπιστη τής κυρίας της. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ.… …   Dictionary of Greek

  • αβανιά — Λέξη αραβικής προέλευσης, που σημαίνει συκοφαντία, ζημιά, βλάβη. Ειδικότερα, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, α. λεγόταν η συκοφαντική καταγγελία προς τα οθωμανικά δικαστήρια, είτε για λόγους εκδίκησης είτε για εκβιασμό. To οθωμανικό ποινικό δίκαιο… …   Dictionary of Greek

  • αγυιόπεζα — λέξη που χρησιμοποιείται σε μυστηριακή ονομασία τής πυθαγόρειας τριάδας: «ἀγυιόπεζαν Κουρητίδα». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη, που κυριολεκτικά σημαίνει αυτήν που δεν έχει άλλα γυῖα (μέλη τού σώματος) παρά μόνο μια πέζαν (άκρο τού ποδιού), παράγεται από ἀ… …   Dictionary of Greek

  • δερβίσης — Λέξη περσικής προέλευσης (προέρχεται, πιθανώς, από τις λέξεις ντερ = πόρτα και βις = κοίτασμα, και σημαίνει ζητιάνος που στέκει στην πόρτα ή που γυρίζει από πόρτα σε πόρτα, αλλά η ετυμολογία αυτή είναι αμφίβολη) με την οποία σε πολλές χώρες του… …   Dictionary of Greek

  • κηροζίνη — Λέξη ρωσικής προέλευσης, που χαρακτηρίζει τα προϊόντα της απόσταξης των ακατέργαστων ορυκτελαίων μεταξύ 150°C και 310°C. Αυτά τα προϊόντα (κλάσματα) της απόσταξης ονομάζονται πετρέλαιο υπό στενή έννοια. Ωστόσο, ο όρος πετρέλαιο έχει καθιερωθεί να …   Dictionary of Greek

  • μεσσίας — Λέξη που προήλθε από την εβραϊκή μασιάχ (Masiah=κεχρισμένος) και δηλώνει στην Παλαιά Διαθήκη εκείνον, ο οποίος μέσω του ορατού σημείου της χρίσης, πληρούται με το πνεύμα του Θεού. Στη συνέχεια ο όρος υποδήλωνε τον μέλλοντα σωτήρα του Ισραήλ, τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»