Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

λέβης

См. также в других словарях:

  • λέβης — kettle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέβης — Μεταλλικό βαθύ σκεύος, κατά την αρχαιότητα, το οποίο ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο στην Ανατολή, στον ελλαδικό χώρο και στην Ετρουρία. Οι λ. συχνά στηρίζονταν σε τρίποδα, ενώ συνήθως ήταν σφυρήλατοι και διακοσμημένοι με μορφές ζώων. Οι λ. που… …   Dictionary of Greek

  • λεβήτεσσιν — λέβης kettle masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεβήτοιν — λέβης kettle masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεβήτων — λέβης kettle masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέβησι — λέβης kettle masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέβησιν — λέβης kettle masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέβητα — λέβης kettle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέβητας — λέβης kettle masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέβητε — λέβης kettle masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέβητες — λέβης kettle masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»