Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κᾱλοφόρος

См. также в других словарях:

  • καλοφόρος — καλοφόρος, ον (Α) (στους Κρήτες) υπηρέτης που υπηρετούσε στα συσσίτια και έφερνε τα ξύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κᾶλον, τὸ «ξύλο» + φορος (< φέρω), πρβλ. αγγελια φόρος, αχθο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • καλοφόρος — wood carrier masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοφόρους — καλοφόρος wood carrier masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»