-
1 καλοφόρος
καλοφόροςwood-carrier: masc /fem nom sg -
2 καλοφόρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλοφόρος
-
3 κᾱλοφόρος
κᾱλο-φόρος, ὁ, Holzträger -
4 καλοφόρους
καλοφόροςwood-carrier: masc /fem acc pl
См. также в других словарях:
καλοφόρος — καλοφόρος, ον (Α) (στους Κρήτες) υπηρέτης που υπηρετούσε στα συσσίτια και έφερνε τα ξύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κᾶλον, τὸ «ξύλο» + φορος (< φέρω), πρβλ. αγγελια φόρος, αχθο φόρος] … Dictionary of Greek
καλοφόρος — wood carrier masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλοφόρους — καλοφόρος wood carrier masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)