-
1 καπανικος
См. также в других словарях:
καπανικός — καπανικός, ή, όν (Α) (αμφβλ. ερμ.) τεράστιος ή χορταστικός («τὰ Θετταλικὰ [ενν. δεῑπνα] μὲν πολὺ καπανικώτερα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Απαντά μόνο στον συγκριτ. βαθμό καπανικώτερα και προέρχεται από τη λ. καπάνη] … Dictionary of Greek
καπανικά — καπανικός enormous neut nom/voc/acc pl καπανικά̱ , καπανικός enormous fem nom/voc/acc dual καπανικά̱ , καπανικός enormous fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπανικώτερα — καπανικός enormous neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)