-
1 καλαμοβοας
- ου ὅ «камышовый крикун» (ирон. прозвище стоика Антиоха, который, не осмеливаясь выступить против Карнеада в устном диспуте, вел свою полемику пером - κάλαμος) Plut.
См. также в других словарях:
καλαμοβόας — καλαμοβόας, ὁ (Α) (σκωπτικά, για τον στωικό Αντίπατρο) αυτός που βοά μόνο με τη γραφίδα, δηλ. που δεν αποκρούει τα λόγια τού αντιπάλου του Καρνεάδη με τον λόγο, προφορικά, αλλά μόνο με τον κάλαμο, με τη γραφίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + βόας (< … Dictionary of Greek