-
1 κακοστρωτος
См. также в других словарях:
ορθόστρωτος — ὀρθόστρωτος, ον (Α) στρωμένος με μαρμάρινες πλάκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + στρωτός (< στρώννυμι), πρβλ. κακό στρωτος] … Dictionary of Greek
1 κακοστρωτος
ορθόστρωτος — ὀρθόστρωτος, ον (Α) στρωμένος με μαρμάρινες πλάκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + στρωτός (< στρώννυμι), πρβλ. κακό στρωτος] … Dictionary of Greek