-
1 κινδυν
-
2 κινδυνωδης
-
3 κιντυν-
см. κινδυν\
См. также в других словарях:
κίνδυν — κίνδυν, υνος, ὁ (Α) βλ. κίνδυνος … Dictionary of Greek
SARACORI — populi qui ex asinis pugnabant. Aelian. l. 12. c. 34. Σαρακόροι δὲ οὐτε ἀχθοφόρους, οὐτε ἀλοῦντας ἔχου???ι τοὺς ὄνους, ἀλλὰ πολεμιςτὰς. καὶ ἐπ᾿ αὐτῶν γε τοὺς ενοπλίους κινδυν´ους ὑπομένου???ιν, ὡσπεροῦν οἱ Ε῞λληνεςτ ἐπὶ τῶ ἵππων. Saracori asinos… … Hofmann J. Lexicon universale
κίνδυνος — Γενική έννοια που υποδηλώνει την κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την πορεία ορισμένων γεγονότων, η οποία σχετίζεται με την ανυπαρξία πρόβλεψης για την έκβασή τους και απόλυτου ελέγχου πάνω σε αυτά. Η έννοια του κ. συνδέεται με τη δυνατότητα… … Dictionary of Greek
κριματεύγω — (Μ) σφάλλω, αμαρτάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίμα, ατος + κατάλ. εύγω (< εύω με ανάπτυξη γ ), πρβλ. κινδυν εύγω] … Dictionary of Greek
κριτηρεύ(γ)ω — (Μ) υποβάλλω σε βασανιστήρια, βασανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριτήριον + κατάλ. εύγω (πρβλ. κινδυν εύγω)] … Dictionary of Greek