Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

κίνδυν

См. также в других словарях:

  • κίνδυν — κίνδυν, υνος, ὁ (Α) βλ. κίνδυνος …   Dictionary of Greek

  • SARACORI — populi qui ex asinis pugnabant. Aelian. l. 12. c. 34. Σαρακόροι δὲ οὐτε ἀχθοφόρους, οὐτε ἀλοῦντας ἔχου???ι τοὺς ὄνους, ἀλλὰ πολεμιςτὰς. καὶ ἐπ᾿ αὐτῶν γε τοὺς ενοπλίους κινδυν´ους ὑπομένου???ιν, ὡσπεροῦν οἱ Ε῞λληνεςτ ἐπὶ τῶ ἵππων. Saracori asinos… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κίνδυνος — Γενική έννοια που υποδηλώνει την κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την πορεία ορισμένων γεγονότων, η οποία σχετίζεται με την ανυπαρξία πρόβλεψης για την έκβασή τους και απόλυτου ελέγχου πάνω σε αυτά. Η έννοια του κ. συνδέεται με τη δυνατότητα… …   Dictionary of Greek

  • κριματεύγω — (Μ) σφάλλω, αμαρτάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίμα, ατος + κατάλ. εύγω (< εύω με ανάπτυξη γ ), πρβλ. κινδυν εύγω] …   Dictionary of Greek

  • κριτηρεύ(γ)ω — (Μ) υποβάλλω σε βασανιστήρια, βασανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριτήριον + κατάλ. εύγω (πρβλ. κινδυν εύγω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»