Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κίγκλισις

См. также в других словарях:

  • κίγκλισις — κίγκλισις, εως, ιων. γεν. ιος, ἡ (Α) [κιγκλίζω (II)] ταχεία, ξαφνική κίνηση …   Dictionary of Greek

  • κιγκλίσιος — κίγκλισις quick fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίγκλισιν — κίγκλισις quick fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιγκλισμός — κιγκλισμός, ὁ (Α) [κιγκλίζω (II)] 1. κίγκλισις* 2. ταραχή …   Dictionary of Greek

  • κιγκλίσι — κιγκλίσῑ , κίγκλισις quick fem dat sg (epic doric ionic aeolic) κιγκλίς latticed gates fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»