-
1 κάκ
-
2 κάκ
κάκ, abgekürzt für κατά, κάτ, vor κ, wie κὰκ κεφαλῆς, κὰκ κεφαλήν, κὰκ κόρυϑα, Il. 11, 351, κὰκ κορυφήν, 8, 83.
-
3 κακ
ἐκ, ἐκfrom out of: proclitic indeclform (prep)——————ἔκ, ἐκfrom out of: proclitic indeclform (prep) -
4 κἀκ
-
5 κἀκ
-
6 κάκ
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κάκ
-
7 κακ
-
8 κακ'
κακά, κακόςbad: neut nom /voc /acc plκακά̱, κακόςbad: fem nom /voc /acc dualκακά̱, κακόςbad: fem nom /voc sg (doric aeolic)κακέ, κακόςbad: masc voc sgκακαί, κακόςbad: fem nom /voc pl——————ἀκά̱, ἀκήpoint: fem nom /voc /acc dualἀκά̱, ἀκήpoint: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἀκαί, ἀκήpoint: fem nom /voc plἀκί, ἀκίςpointed object: fem voc sgἐκά, ἐκάςfem voc sg -
9 κἀκ
Βλ. λ. κακ -
10 κἄκ
Βλ. λ. κακ -
11 κἀκ'
Βλ. λ. κακ' -
12 κάκ
κατάdownwards.poetic indeclform (prep) -
13 κάκ'
κάκαι, κάκηwickedness: fem nom /voc plκάκᾱͅ, κάκηwickedness: fem dat sg (doric aeolic) -
14 κακ-κορυφήν
κακ-κορυφήν, richtiger κὰκ κόρυϑα, κὰκ κορυφήν, d. i. κατὰ κόρυϑα, κατὰ κορυφήν..
-
15 κακ-κεφαλῆς
κακ-κεφαλῆς, richtiger κὰκ κεφαλῆς, d. i. κατὰ κεφαλῆς.
-
16 κακ-οσσόμενος
κακ-οσσόμενος, f. L. für κάκ' ὀσσόμενος Il. 1, 105.
-
17 κακ-ωνυμέομαι
κακ-ωνυμέομαι, einen schlechten Namen haben, Eust.
-
18 κακ-ωνυμία
κακ-ωνυμία, ἡ, schlechter Name, K. S.
-
19 κακ-ωδία
κακ-ωδία, ἡ, übler Geruch, Gestank.
-
20 κακ-επί-θυμος
κακ-επί-θυμος, arg begierig, οἴνου Hesych., Erkl. von οἰνόφλυξ.
См. также в других словарях:
κακ — κάκ (Α) ονομασία τού γράμματος κάππα … Dictionary of Greek
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
κακ(κ)αλία — κακ(κ)αλία, ἡ (Α) 1. το φυτό στρύχνο το υπνωτικό 2. το ποώδες φυτό μερκουριαλίς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται πιθ. σχέση με την αιγυπτιακής προελεύσεως ονομασία φυτών ακακαλίς] … Dictionary of Greek
κακ' — κακά , κακός bad neut nom/voc/acc pl κακά̱ , κακός bad fem nom/voc/acc dual κακά̱ , κακός bad fem nom/voc sg (doric aeolic) κακέ , κακός bad masc voc sg κακαί , κακός bad fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀκ — ἐκ , ἐκ from out of proclitic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀκ' — ἀκά̱ , ἀκή point fem nom/voc/acc dual ἀκά̱ , ἀκή point fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀκαί , ἀκή point fem nom/voc pl ἀκί , ἀκίς pointed object fem voc sg ἐκά , ἐκάς fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἄκ — ἔκ , ἐκ from out of proclitic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάκ — κατά downwards. poetic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάκ' — κάκαι , κάκη wickedness fem nom/voc pl κάκᾱͅ , κάκη wickedness fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σιδηρόφρων τε κἄκ πέτρας εἰργάσμενος. — См. Железная воля … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Κιργισία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κιργισίας Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Κιργισίας (1936 90) Έκταση: 198.500 τ. χλμ. Πληθυσμός: 4.822.166 (2001) Πρωτεύουσα: Μπισκέκ (762.308 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… … Dictionary of Greek