-
1 κώδικας
[кодикас] ουσ. а. код.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κώδικας
-
2 кодекс
кодекс м о κώδικας* уголовный \кодекс ο ποινικος κώδικας* * *мο κώδικαςуголо́вный ко́декс — ο ποινικός κώδικας
-
3 кодекс
-а α.κώδικας•граждинский кодекс αστικός κώδικας•
уголовный кодекс ποινικός κώδικας.
|| κάθε αρχαίο χειρόγραφο βιβλιοδετημένο. -
4 свод
-а α.1. κατάβαση, κατέβασμα.2. απομάκρυνση, αναμέρισμα, μετακίνηση.3. κόψιμο (δάσους).4. πλησίασμα, προσέγγιση, συμμάζεμα, σμίξιμο.5. συνένωση, συνχώνευση.6. κώδικας• κανονισμός• συλλογή•свод законов κώδικας νόμων, νομικός κώδικας.
7. θόλος, καμάρα•свод доменной печи ο θόλος της υψικαμίνου•
-ы мостов οι καμάρες των γεφυριών.
|| μτφ. ο ουρανός•небесный свод ουράνιος θόλος.
-
5 правило
ο κανόν/αςаукционные - а - ες δημοπρασίας/πλειστηριασμού- а безопасности - ες ασφαλείας, οι κανονισμοί ασφαλείαςтройное - мат. η μέθοδος των τριών- а уличного движения ο κώδικας οδικής κυκλοφορίας (К.О.К.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > правило
-
6 свод
1. арх. о θόλος, η καμάρα 2. (законов, текстов, данных и т.п.) о κώδικας, ο κώδιξ 3. (шаровой) см. сегмент шаровой 4. (небесный) о ουράνιος θόλος 5. (сигналов) о κώδικας σημάτων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > свод
-
7 код
-
8 положение
-я ουδ.1. θέση•географическое положение η γεωγραφική θέση•
положение луны при затемнении солнца η θέ.ση του φεγγαριού κατά την έκλειψη του ήλιου.
|| διάταξη•положение пальцев при игре в гитаре η θέση των δάχτυ,λων στο παίξιμο της κιθάρας.
|| στάση•заснул он в сидячем -и αποκοιμήθηκε καθιστός•
положение корпуса при метании копья η στάση του σώματος κατά τη ρίψη του ακοντίου.
|| κατάταξη•его социальное положение неплохое η κοινωνική του θέση δεν είναι και άσχημη.
|| πόζα.2. κατάσταση• περίσταση•положение дел η κατάσταση πραγμάτων•
находиться в затруднительном -и βρίσκομαι σε δυσχερή θέση•
перейти на нелегальное положение περνώ σε κατάσταση παρανομίας•
безнаджное положение больного απελπιστική κατάσταση του άρρωστου•
сложное положение вещей περίπλοκη κατάσταση πραγμάτων•
се-миное положение οικογενειακή κατάσταση•
международное положение η διεθνής κατάσταση•
осадное положение η κατάσταση πολιορκίας•
чрезвычайное положение в стране έκτακτη κατάσταση στη χώρα•
безвыходное, положение το αδιέξοδο.
3. κανονισμός• κώδικας•положение о выборах ο κώδικας εκλογών.
4. άποψη αποκρυσταλλωμένη, απαρέγκλιτη•-я диалектического материализма θέσεις του διαλεκτικού υλισμού.
εκφρ.хозяин ή господин -я – κυρίαρχος•в интересном -и – σε ενδιαφέρουσα κατάσταση (για έγκυα). -
9 кодекс
юр. ο κώδιξ, ο κώδικαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кодекс
-
10 положение
1. (расположение в пространстве, местонахождение) η θέση, το στίγμα 2. (место, роль отдельного человека в обществе) η θέση 3. (состояние, обусловленное какими-л. обстоятельствами) η κατάστασ/ηфинансовое - см. экономическое -4. (обстановка общественной жизни) η κατάσταση 5. (свод правил, законов по определенному вопросу) о κανονισμός, о κώδικας 6 (утверждение, мысль, тезис) η θέση, το αξίωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > положение
-
11 рецептура
(мед., фарм.) η φόρμουλα, ο φαρμακευτικός κώδικας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рецептура
-
12 собрание
1.(заседание) η συνέλευση, η συγκέντρωση 2. (коллекция, свод) η συλλογή- законов - νόμων, ο κώδικαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > собрание
-
13 уголовный
юр. ποινικός, εγκληματικός. - кодекс - κώδικαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > уголовный
-
14 шифр
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шифр
-
15 ядро
1. биол. о πυρήνας του κυττάρου 2. физ. о πυρήν/ας 3. вчт. о πηγαίος κώδικας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ядро
-
16 свод
сводм1. архит. ὁ θόλος, ἡ καμάρα·2. (законов и т. ἡ.) ὁ κώδικας, ὁ κώδιξ· небесный \свод ὁ οὐράνιος θόλος. -
17 собрание
собраниес1. ἡ συνέλευση [-ις], ἡ συγ-κέντρωση [-ις]:общее \собрание ἡ γενική συνέλευση· предвыборное \собрание ἡ προεκλογική συγκέντρωση·2. (выборный орган) ἡ συνέλευση:учредительное \собрание ἡ συντακτική συνέλευση· Национальное \собрание (во Франции) ἡ βουλή, ἡ ἐθνοσυνέλευση [-ις]·3. (общество) ἡ ὀμήγυρη [-ις]·4. (коллекция, свод, тж. о произведениях) ἡ συλλογή:\собрание картин συλλογή πινάκων \собрание законов ἡ συλλογή νόμων, ὁ κώδικας [-ις]· \собрание стихотворений ἡ συλλογή ποιημάτων полное \собрание сочинений τά ἄπαντα. -
18 уложение
уложениес уст. ὁ κῶδιξ, о κώδικας. -
19 код
[κότ] ουσ. α. κώδικας -
20 кодекс
[κόντεκς] ουσ. α. κώδικας
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή … Dictionary of Greek
κώδικας — ο (λ. λατ.) 1. συλλογή νόμων: Υπάρχει ο ιουστινιάνειος κώδικας. 2. σύστημα αρχών και κανόνων που αναφέρονται σε κάποιο θέμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κώδικας, γενετικός — Βλ. λ. γενετικός κώδικας … Dictionary of Greek
Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας — (ΚΟΚ). Νομοθετική ρύθμιση που περιέχει τις κυριότερες διατάξεις για την κίνηση των οχημάτων και τους κανόνες οδήγησης και συμπεριφοράς, κυρίως των οδηγών αλλά και των πεζών, για την εύρυθμη λειτουργία των συγκοινωνιών και την αποφυγή ατυχημάτων.… … Dictionary of Greek
Ναπολεόντειος Κώδικας — Αστικός κώδικας που δημοσιεύτηκε στη Γαλλία το 1804. θεωρείται το σημαντικότερο νομοθετικό έργο του Ναπολέοντα και αποτελείται από 2.281 άρθρα. Διαιρείται σε τρία μέρη: στο δίκαιο των προσώπων, στο δίκαιο του αντικειμένου και των ειδών της… … Dictionary of Greek
γενετικός κώδικας — Φυσικό σύστημα κωδικοποίησης των γενετικών πληροφοριών που συναντάται σε όλους τους οργανισμούς ζώων, φυτών, βακτηριδίων και ιών. Ο κώδικας αυτός βρίσκεται στα γονίδια με τη μορφή νουκλεοτιδίων, οι οποίες αντιστοιχούν σε συγκεκριμένα αμινοξέα. Ο… … Dictionary of Greek
Αλεξανδρινός κώδικας — Ένα από τα σπουδαιότερα ελληνικά χειρόγραφα της Βίβλου. Ανάγεται στον 5ο αι. μ.Χ., είναι γραμμένο σε μεγαλογράμματη γραφή και προέρχεται από την Αίγυπτο. Περιέχει την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, εκτός από κάποια τμήματα της Γένεσης, του Α’… … Dictionary of Greek
Ερμογενειακός Κώδικας — (Hermogenianus Codex). Συλλογή που περιέχει διατάξεις των αυτοκρατόρων του ρωμαϊκού κράτους. Η συλλογή συντάχθηκε στο Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος από τον νομικό Ερμογένη το 314 324 μ.Χ. και αποτελεί συμπλήρωμα μιας άλλης συλλογής του Γρηγοριανού… … Dictionary of Greek
Σιναϊτικός κώδικας — Αρχαιότατο χειρόγραφο της Αγίας Γραφής, που βρίσκεται, στο μεγαλύτερο μέρος του, στο Βρετανικό Μουσείο … Dictionary of Greek
μικρογραφία — Μικρή εικόνα, ζωγραφισμένη στα παλιά κείμενα, με σκοπό να τα καταστήσει και οπτικά εύληπτα. Η μ. είναι πανάρχαιο είδος. Εμφανίστηκε περίπου πριν από τέσσερις χιλιάδες χρόνια στους παπύρους του Βιβλίου των Νεκρών της αρχαίας Αιγύπτου και ήταν… … Dictionary of Greek
ποινικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποινή, η οποία επιβάλλεται για κολάσιμη πράξη 2. (ειδικά) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα αδικήματα για τα οποία επιβάλλονται ποινές από τα δικαστήρια 3. το αρσ. ως ουσ. ο ποινικός ο κρατούμενος στη … Dictionary of Greek