-
61 цапфа
(часть оси или вала, опирающаяся на подшипник) о πείρος, ο στροφέαςведущая - ж.-д. κύριος -- ο οδηγόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > цапфа
-
62 число
1. (выражение количества) о αριθμ/όςатомное - хим., физ. ατομικός -вещественное - см. действительное -двузначное - διττός -, διψήφιος -единственное - грам. ενικός -зарядовое - см. атомное -- квантовое азимутальное κβαντικός αζιμουθιακός -, δευτερεύων κβαντικός -квантовое, главное κύριος κβαντικός -круглое - ακέραιος -, φυσικός -массовое - (яд.физ.) μαζικός -множественное грам. πληθυντικός -неделимое - αδιαίρετος -, πρώτος -- обращений допустимое (в электростатических запоминающих трубках) επιτρεπόμενος - στροφώνсмешанные - а συμμιγείς/μεικτοί - οί2. (день месяца) η ημερομηνία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > число
-
63 шатун
тех. ο διωστήραςразг. η μπιέλα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шатун
-
64 шпангоут
(ав, мор.) о νομέ/αςразг. η πόστα (ξεν.), το «νεύρωμα»вспомогательный - ав. βοηθητικός -рамный - κύριος/βασικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шпангоут
-
65 щит
1. (управления) о πίνακαςглавный распределительный (ГРЩ) - эл. κύριος - διανομής2. (защитное устройство) το σανί-δωμα 3. геол., ист. η ασπίς, η ασπίδα 4. аст. (созвездие) η Ασπίς (αστερισμός).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > щит
-
66 экспонент
ο εκθέτηςглавный - κύριος -, γενικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экспонент
-
67 элементарный
1. (начальный, касающийся только основ чего-л.) αρχικόςστοιχειώδης2. (нетрудный, несложный) απλός, εύκολος 3. (самый необходимый, основной) βασικός, κύριος 4. хим. στοιχειώδης 5. физ. απειροελάχιστος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > элементарный
-
68 ведущий
ηγετικός, πρωτοπόρος; κύριος ( главный)веду́щая кома́нда — спорт. η ομάδα που προηγείται
-
69 владелец
владе||лецм ὁ ιδιοκτήτης, ὁ κάτοχος, ὁ κύριος, ὁ νοικοκύρης. -
70 владыка
влады||кам1. (властелин) уст. ὁ ἄρχοντας, ὁ κυρίαρχος, ὁ ήγεμόνας [-ών], ὁ κύριος, ὁ ἀφέντης·2. церк. ὁ ἀρχιερέας. -
71 властелин
властелинм ὁ ἄρχοντας, ὁ αὐβέντης, ὁ ἀφέντης, ὁ κύριος, ὁ κυρίαρχος. -
72 выдержанный
выдержанн||ыйἡ рил.1. (о характере) ἐγκρατής, συγκρατημένος, κύριος τοῦ ἐαυτοῦ του·2. (последовательный) συνεπής·3. (о продуктах, материале и т. п.):\выдержанныйое вино́ παλιό κρασί· \выдержанныйый табак παλιός καπνός. -
73 главный
гла́вн||ыйприл1. κύριος, κυριώτερος, γενικός, σπουδαιότερος/ βασικός (основной):\главный город ἡ κυριώτερη πόλη, ἡ πρωτεύουσα· \главный штаб τό γενικόν ἐπιτε-λεῖον \главныйое управление ἡ γενική διεύθυν-σις· \главныйое предложение грам. ἡ κυρία πρόταση [-ις]·2. (старший) γενικός:\главный бухгалтер ὁ γενικός λογιστής, ὁ ἀρχιλογιστής· \главный инженер ὁ ἀρχιμηχανικός· \главный врач ὁ ἀρχίατρος· \главный редактор ὁ ἀρχισυντάκτης· ◊ \главныйым образом βασικά, κυρίως. Ιδίως, πρό πάντων. -
74 государь
госуда́||рьм ист. ὁ βασιλεύς, ὁ ἄναξ, ὁ κυρίαρχος / ὁ κύριος (в обращении)· милостивый \государь (в обращении) уст. ἀξιότιμε κύριε. -
75 капитальный
капитальныйприл κεφαλαιώδης, κύριος, βασικός; \капитальныйая стена ὁ τοίχος ὑποστήριξης, τό βασικό τοίχωμα κτιρίου· \капитальный труд τό κεφαλαιώδες ἔργο· \капитальный ремонт ἡ γενική ἐπισκευή· \капитальныйое строительство οίκοδόμηση ἐπιχειρήσεων, δημοσίων ἐργων \капитальныйое вложение см. капиталовложение. -
76 кардинальный
кардинальн||ыйприл κύριος, βασικός (главный)/ ριζικός (коренной)/ οὐσιώδης (существенный):\кардинальный вопрос τό κύριο ζήτημά \кардинальныйые нововведения οἱ ριζικοί νεωτερισμοί. -
77 основиой
основи||о́йприл θεμελιώδης, βασικός, κύριος (главный)/ οὐσιώδης (существенный):\основиойо́й закон ὁ θεμέλιος νόμος, τό σύνταγμα· \основиойой признак τό κύριον (τό βασικό) γνώρισμα, ἡ βασική Ενδειξις· \основиойая причина ἡ βασική αίτία, ἡ αἰτιολογία, τό αίτιολογικό[ν]· \основиойые моменты τά κύρια σημεία· \основиойые отрасли промышленности οἱ βασικοί κλάδοι τής βιομηχανίας· \основиойые средства производства эк. τά βασικά μέσα παραγωγής· \основиойой капитал эк. τό βασικό κεφάλαιο· \основиойые цвета физ. τά βασικά χρώματα. -
78 пренмущественный
пренму́щественн||ыйприл κύριος:\пренмущественныйое право юр. τό προνόμιο[ν]. -
79 роль
рол||ьж прям., перен ὁ ρόλος:руководящая \роль ὁ ἡγετικός ρόλος· главная \роль ὁ κύριος ρόλος· второстепенная \роль ὁ δευτερεύων ρόλος' быть на первых \рольях прям., перен παίζω τόν πρώτο ρόλο· быть на вторых \рольях прям., перен παίζω δεύτερους ρόλους· играть \рольпрям., перен παίζω (τό) ρόλο· входить в \роль μπαίνω στό ρόλο μου, συνηθίζω κάτι· знать свою \роль перен ξέρω τό ρόλο μου· выступать в роли кого-л. перен ἐμφανίζομαι στό ρόλο· ◊ это не играет никакой \рольи αὐτό δέν ἐχει καμμιά σημασία· это сыграло свою \роль в... αὐτό ἐπαιξε τό ρόλο του. -
80 стержневой
стержневойприл перен κεντρικός, κύριος, βασικός.
См. также в других словарях:
κύριος — having power masc nom sg κύ̱ριος , κύριος having power masc nom sg κύ̱ριος , κύριος having power masc/fem nom sg κύ̱ριος , κῦρος the elder Cyrus neut gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… … Dictionary of Greek
κύριος — α, ο επίρρ. ίως 1. κυρίαρχος: Ο στρατός είναι κύριος της κατάστασης. 2. ιδιοκτήτης, κάτοχος: Είναι κύριος πολλών οικοπέδων. 3. ουσιώδης, σπουδαιότερος. 4. στη γραμματική, κυριολεχτικός. 5. το αρσ., κύριος ως ουσ., δηλώνει το σύζυγο, τον αξιοπρεπή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυρίω — κύριος having power masc nom/voc/acc dual κύριος having power masc gen sg (doric aeolic) κῡρίω , κύριος having power masc/neut nom/voc/acc dual κῡρίω , κύριος having power masc/neut gen sg (doric aeolic) κῡρίω , κύριος having power… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρίως — κύριος having power masc acc pl (doric) κῡρίως , κύριος having power adverbial κῡρίως , κύριος having power masc acc pl (doric) κῡρίως , κύριος having power adverbial κῡρίως , κύριος having power masc/fem acc pl (doric) κῡρίως , κυρίως like… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύριον — κύριος having power masc acc sg κύ̱ριον , κύριος having power masc acc sg κύ̱ριον , κύριος having power neut nom/voc/acc sg κύ̱ριον , κύριος having power masc/fem acc sg κύ̱ριον , κύριος having power neut nom/voc/acc sg κυρέω hit imperf ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρίων — κύριος having power masc gen pl κῡρίων , κύριος having power fem gen pl κῡρίων , κύριος having power masc/neut gen pl κῡρίων , κύριος having power masc/fem/neut gen pl κῡρίων , κῦρος the elder Cyrus neut gen pl (doric) κυρέω hit pres part act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρίοις — κύριος having power masc dat pl κῡρίοις , κύριος having power masc/neut dat pl κῡρίοις , κύριος having power masc/fem/neut dat pl κυρέω hit pres opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρίοισι — κύριος having power masc dat pl (epic ionic aeolic) κῡρίοισι , κύριος having power masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) κῡρίοισι , κύριος having power masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) κυρέω hit pres part act masc/neut dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρίου — κύριος having power masc gen sg κῡρίου , κύριος having power masc/neut gen sg κῡρίου , κύριος having power masc/fem/neut gen sg κυριόω pres imperat act 2nd sg κυριόω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρίους — κύριος having power masc acc pl κῡρίους , κύριος having power masc acc pl κῡρίους , κύριος having power masc/fem acc pl κυριόω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)