-
21 преимущественный
επ.κύριος, επικρατέστερος, υπέρτερος• μεγαλύτερος• σοβαρότερος•-ое значение μεγαλύτερη (βαρύτερη) σημασία.
(νομ.) κύριος, βασικός•-ое право προνόμιο, γέρας.
-
22 привести
-веду, -ведшь, παρλθ. χρ. - привл-ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. приведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приведенный, βρ: -ден, -дена, -дено,επιρ. μτχ. приведяρ.σ.μ.1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• οδηγώ, φέρω πηγαίνω•ребнка домой πηγαίνω το παιδάκι στο σπίτι•
побежи привестиди врача τρέξε, φέρε το γιατρό•
обстоятелства -ли меня сюда οι περιστάσεις με έφεραν εδώ•
привести к мысли οδηγώ στη σκέψη•
-к правильному заключению οδηγώ σε σωστό συμπέρασμα•
привести в затруднение φέρω σε δυσκολία•
привести в отчаяние φέρω σε απελπισία•
привести в замешательство φέρω σε σύγχυση.
2. βάζω, θέτω•привести в действие, в движение βάζω σε ενέργεια, σε κίνηση.
3. (με την πρόθεση «В» σε συνδυασμόμε μερικά ουσ. αποδίδεται στα ελληνικά με ρήμα από τη σημ. του ουσ.)•привести в готовность ετοιμάζω•
привести в исполнение εκτελώ•
привести в порядок τακτοποιώ•
привести в негодность αχρηστεύω.
|| (μαθ.) τρέπω•привести к общему знаменателю τρέπω ετερώνυμσ. (κλάσματα) σε ομώνυμα.
4.(με την πρόθ.«К») οδηγώ προς•привести к гибели οδηγώ στο χαμό (καταστροφή)•
привести к поражению οδηγώ στην ήττα.
5. παρουσιάζω, φέρω, προβάλλω•привести пример φέρω παράδειγμα•
привести аргументы φέρω επιχειρήματα•
он -л слова известного учёного αυτός επικαλέστηκε τα λόγια γνωστού επιστήμονα.
εκφρ.привести в себя: – α) συνεφέρνω (επαναφέρω στις αισθήσεις), β) επαναφέρω στην πρότερη κατάσταση•привести к порядку – кого επαναφέρω στην τάξη κάποιον•не -ди Бог (господи, господь) – να μη δόσει ο Θεός, ο Κύριος•-дёт Бог (господь); -дёт судьба (случай) – θα το φέρει ο Θεός, ο Κύριος θα το φέρει η τύχη, η περίσταση•не -дёт к добру – δε θα οδηγήσει σε καλό•ни -дёт ни к чему хорошему – δε θα οδηγήσει σε τίποτε το καλό.απρόσ. συμβαίνω, γίνομαι, λαμβάνω χώρα τα φέρνουν οι περιστάσεις, η τύχη. -
23 автомагистраль
ο κύριος αυτοκινητόδρομοςη εθνική οδόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > автомагистраль
-
24 бойлер
ο θερμαντήρας, ο βραστήρας (νερού)основной - κύριος -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бойлер
-
25 боров
(часть дымохода) о καπναγωγός, о μικρός καπνοδόχος σωλήναςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > боров
-
26 брашпиль
мор. о εργάτ/ης (της άγκυρας), το βαρούλκοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > брашпиль
-
27 ведущий
1. (главный) о οδηγών, ο επικεφαλής 2. мех. κινητήριος 3. рад. κύριος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ведущий
-
28 взлётно-посадочная полоса
о διάδρομος απογείωσης-προσγείωσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > взлётно-посадочная полоса
-
29 ВПП
о διάδρομος απογείωσης-προσγείωσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ВПП
-
30 грот-мачта
мор. о κύριος/μέγας ιστός, το μεγάλο κατάρτι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > грот-мачта
-
31 дорога
ο δρόμος, η οδόςканатная - εναέριος σιδηρόδρομος, разг. το τελεφερίκ (ξεν.)магистральная - η βασική/κεντρική οδός/αρτηρίαобъездная - η παράκαμψη, παρακαμπτήριος -подвесная канатная - с кольцевым движением ο εναέριος σιδηρόδρομος με συνεχόμενη (κυκλική) κυκλοφορίαскоростная - ταχείας κυκλοφορίας, η εθνική οδόςшоссейная - ο αμαξόδρομος, κύριος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дорога
-
32 дрена
тех. о οχετός/σωλήνας αποστράγγισηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дрена
-
33 жиклёр
1. тех. η εξακριβωμένη/διακριβωμένη οπή ή τρύπα (ροής) 2. (карбюратора) о αναβρυτήρ/ας (του καρμπυρατέρ), το ακροστόμιο, разг. о ζίγκλερ (ξεν.)продувать - καθαρίζω με αέρα τον - α, εξαερίζω τον - αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > жиклёр
-
34 заказчик
ο παραγγελιοδόχ/ος, ο παραγ-γελιοδότης, ο πελάτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заказчик
-
35 импульс
1. (механический) η ώση, η ώθηση, η ορμή, η ποσότητα της κίνησης- ракетного двигателя удельный η (καθαρή) ώση του πυραυλοκινητήρα (Ν x sec. kg)2. (волновой) о παλμ/ός, η κίνησηгасящий (тлв.) - σβέσηςединичный (вид испытательного сигнала в системах автоматического управления) - μονός -зондирующий (рлк) - ερεύνης/έρευναςкомандный(рлк.) - ελέγχουмешающий (тлв) - περιττός -, τοεμπόδιοпороговый - οριακός/χαμηλός -прямой - (рлк.) ευθύς/κύριος -стирающий «<■ σβέσηςуправляющий - ελέγχου/χειρισμού- электромагнитного поля - του ηλεκτρικού πεδίου, ηλεκτρομαγνητικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > импульс
-
36 капитальный
κεφαλαιώδης, κύριος, βασικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > капитальный
-
37 колесо
ο τροχός, разг. η ρόδαгребное мор. - της πρόωσης, πτερυγοφόρος -заднее - οπίσθιος -, η πίσω ρόδαзапасное - εφεδρικός -, αμοιβλός -, разг. η ρεζέρβα (ξεν.)маховое - ο σφόνδυλος, το βολάν (ξεν.)рулевое - το τιμόνι, το πηδάλιοтормозное - πέδης/φρένουтурбинное (гидромуфты гидротрансформатора) - του στροβίλου/της τουρμπίναςхвостовое ав. - ουραίος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > колесо
-
38 контактор
ο επαφέ/ας *включать - (подавать питание) συνδέω τον - α (παροχής)масляный - ελαίου/λαδιούтормозной - πέδης/φρένουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > контактор
-
39 магистраль
1. (основная линия в путях сообщения) η συγκοινωνική αρτηρία (άξονας) 2. (улица с интенсивным движением) η κυρία οδός 3. (свз., эл.) η γραμμή 4. (трубо-провод) о κύριος αγωγόςη κυρία σωλήνωσηвпускная ав. - εισαγωγήςмасляная - λαδιού/ελαίουосушительная мор. - αποστράγγισης5. вчт. о δίαυλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > магистраль
-
40 меридиан
геогр. о μεσημβρινόςнебесный астр. - ουράνιος -основной - см. главный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > меридиан
См. также в других словарях:
κύριος — having power masc nom sg κύ̱ριος , κύριος having power masc nom sg κύ̱ριος , κύριος having power masc/fem nom sg κύ̱ριος , κῦρος the elder Cyrus neut gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… … Dictionary of Greek
κύριος — α, ο επίρρ. ίως 1. κυρίαρχος: Ο στρατός είναι κύριος της κατάστασης. 2. ιδιοκτήτης, κάτοχος: Είναι κύριος πολλών οικοπέδων. 3. ουσιώδης, σπουδαιότερος. 4. στη γραμματική, κυριολεχτικός. 5. το αρσ., κύριος ως ουσ., δηλώνει το σύζυγο, τον αξιοπρεπή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυρίω — κύριος having power masc nom/voc/acc dual κύριος having power masc gen sg (doric aeolic) κῡρίω , κύριος having power masc/neut nom/voc/acc dual κῡρίω , κύριος having power masc/neut gen sg (doric aeolic) κῡρίω , κύριος having power… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρίως — κύριος having power masc acc pl (doric) κῡρίως , κύριος having power adverbial κῡρίως , κύριος having power masc acc pl (doric) κῡρίως , κύριος having power adverbial κῡρίως , κύριος having power masc/fem acc pl (doric) κῡρίως , κυρίως like… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύριον — κύριος having power masc acc sg κύ̱ριον , κύριος having power masc acc sg κύ̱ριον , κύριος having power neut nom/voc/acc sg κύ̱ριον , κύριος having power masc/fem acc sg κύ̱ριον , κύριος having power neut nom/voc/acc sg κυρέω hit imperf ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρίων — κύριος having power masc gen pl κῡρίων , κύριος having power fem gen pl κῡρίων , κύριος having power masc/neut gen pl κῡρίων , κύριος having power masc/fem/neut gen pl κῡρίων , κῦρος the elder Cyrus neut gen pl (doric) κυρέω hit pres part act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρίοις — κύριος having power masc dat pl κῡρίοις , κύριος having power masc/neut dat pl κῡρίοις , κύριος having power masc/fem/neut dat pl κυρέω hit pres opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρίοισι — κύριος having power masc dat pl (epic ionic aeolic) κῡρίοισι , κύριος having power masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) κῡρίοισι , κύριος having power masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) κυρέω hit pres part act masc/neut dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρίου — κύριος having power masc gen sg κῡρίου , κύριος having power masc/neut gen sg κῡρίου , κύριος having power masc/fem/neut gen sg κυριόω pres imperat act 2nd sg κυριόω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρίους — κύριος having power masc acc pl κῡρίους , κύριος having power masc acc pl κῡρίους , κύριος having power masc/fem acc pl κυριόω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)