Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κόσσαβος

См. также в других словарях:

  • κόσσαβος — κόσσαβος, ὁ (Α) (ιων. και αρχ. αττ. τ.) βλ. κότταβος …   Dictionary of Greek

  • αγκυλητός — ἀγκυλητός, ή, όν (Α) [ἀγκυλοῡμαι] 1. φρ. «ἀγκυλητοὶ κόσσαβοι», το παιχνίδι κότταβος* ή κόσσαβος, επειδή αυτοί που τό έπαιζαν έκαμπταν τον βραχίονα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀγκυλητόν το ακόντιο …   Dictionary of Greek

  • κότταβος — Παιχνίδι δεξιοτεχνίας κατά την αρχαιότητα, το οποίο πιθανώς προήλθε από τη Σικελία. Ήταν πολύ συνηθισμένο στα συμπόσια του 4ου και του 5ου αι. π.Χ., καθώς συμμετείχαν σε αυτό ακόμη και εταίρες. Σκοπός του παίκτη ήταν να ρίξει το κρασί που είχε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»