-
1 κυτμις
- ίδος ἥ китмида ( целебная мазь из козьего сала) Luc.
См. также в других словарях:
κυτμίς — κυτμίς, ίδος, ἡ (Α) είδος αλοιφής από γίδινο λίπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
κυτμίδα — κυτμίς ointment fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυτμίδες — κυτμίς ointment fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)