Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κυσί

См. также в других словарях:

  • κυσί — κύων dog masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste geflügelter Worte/P — Geflügelte Worte   A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W Y Z Inhaltsverzeichnis …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Rho — Rho Inhaltsverzeichnis 1 Ῥαδαμάνθους ὅρκος 2 Ῥαμνούσιος εἶ …   Deutsch Wikipedia

  • CANIS Pastoritius — cui pecoris custodia commissa, occurrit Iobi c. 30. v. 1. Quorum patres non dignabar ponere cum canibus ovium mearum. Namque iam tum in usus fuit, ut canes feris a grege arcendis adhiberentur. Itaque huiusmodi canum frequens mentio est, apud… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SEPELIENDI — Ius inter mores sive ἔθη quae τοῖς ἐγγράφοις, i. e. scrito iuri opponit, post Legatorum iura, commemoratur Dioni Chrysostomo, περὶ ἔθους, μὴ κωλύειν τοὺς νεκρους θάπτειν. Non prohiberi, quo minus sepeliantur mortui. Et Seneca Pater l. 1. Controv …   Hofmann J. Lexicon universale

  • THOES — ex luporum genere, proceriores longitudine, brevitate crurum dissimiles, veloces saltu, venatu viventes, innocui homini, Plin. l. 8. c. 34. imo φιλανθρωπότατοι, ut qui hominem occurtentem venerentur, ac, si ferae aliae invadant, opitulentur,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επίφθονος — η, ο (Α ἐπίφθονος, ον) [φθόνος] 1. αυτός που προκαλεί φθόνο, ο μισητός («αἱ λίην ἰσχυραὶ τιμωρίαι πρὸς θεῶν ἐπίφθονοι γίνονται», Ηρόδ.) 2. άξιος να φθονείται, επίζηλος («είναι η ζωή θαυμαστή και επίφθονη», Παπαντ.) αρχ. 1. αυτός που έχει φθόνο ή… …   Dictionary of Greek

  • θηρευτής — ο, θηλ. θηρεύτρια (ΑΜ θηρευτής, θηλ. θηρεύτρια) [θηρεύω] 1. κυνηγός 2. μτφ. αυτός που επιζητεί, που επιδιώκει επίμονα κάτι αρχ. 1. (στον Όμ. πάντοτε ως επίθ.) θηρευτικός, κυνηγετικός («ἐν κυσὶ θηρευτῇσιν», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α. «θηρευτὴς ἰξός» η… …   Dictionary of Greek

  • οίστρος — ο (ΑΜ οἶστρος) 1. μεγάλη μύγα, κυκλόρραφο έντομο, που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί γένος τής οικογένειας οίστρίδες και τού οποίου οι προνύμφες που εισδύουν στα διάφορα όργανα τών κατοικίδιων ζώων προκαλούν τις μυιάσεις… …   Dictionary of Greek

  • προβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. βάζω, απλώνω κάτι εμπρός, εκτείνω ή ρίχνω προς τα εμπρός (α. «πρόβαλε το κεφάλι της από το παράθυρο και μέ φώναξε» β. «τοὺς μαζοὺς κυσὶ προέβαλε», Ηρόδ.) 2. (το ενεργ. και, στην αρχαία, και το μέσ.) προτείνω ως επιχείρημα για… …   Dictionary of Greek

  • συοφόντης — ό, θηλ. συοφόντις, ιδος, Α (μόνον το θηλ.) αυτή που φονεύει χοίρους («σὺν κυσὶ καὶ λόγχαις ταῑς πρὶν συοφόντισι», Ανθ. Παλ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + φόντης (< θείνω* «φονεύω», κατ επίδραση τού τ. φόνος), πρβλ. παιδο φόντης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»