-
1 выпуклый
-
2 выпуклый
выпукл||ыйприл1. κυρτός, καμπύλος, κοίλος/ ἀνάγλυφος (рельефный):\выпуклыйое стекло́ ὁ φακός, τό κυρτό γυαλί· \выпуклыйое зеркало τό κυρτό κάτοπτρο, ὁ κυρτός καθρέπτης·2. перен (отчетливый) ἐναργής, εὐκρινής. -
3 линза
ο φακόςменисковая - μηνισκοειδής -, συγκεντρωτικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > линза
-
4 выгнутый
выгну||тыйприл κυρτός, λυγισμένος, καμπύλος. -
5 зеркало
зеркалос ὁ καθρέφτης, τό κάτοπτρον:ручное \зеркало τό καθρεφτάκι· смотреться в \зеркало κυττάζομαι στον καθρέφτη· ◊ кривое \зеркало κοίλος ἡ κυρτός καθρέφτης. -
6 изогнутый
изогн||утый1. прич. от изогнуть·2. прил κυρτός, καμπύλος, λυγισμένος. -
7 сутулый
суту́л||ыйприл καμπουριασμένος, κυρτός. -
8 изогнутый
[ιζόγκνουτυϊ] εκ. κυρτός, καμπύλος -
9 изогнутый
[ιζόγκνουτυϊ] επ κυρτός, καμπύλος -
10 выгнутый
επ. από μτχ.κυρτός, καμπύλος, λυγιστός, -μένος, καμπούρικος. -
11 выпуклый
επ.1. κυρτός, καμπύλος•-ые стекла κυρτοί φακοί.
2. μτφ. ανάγλυφος, παραστατικός.3. εξέχων•выпуклый лоб εξέχον μέτωπο.
-
12 горбатый
επ., βρ: -бат, -а, -о.1. καμπούρης, -ρίπος, νιυφός.2. εξογκωμένος, κυρτός, καμπύλος•горбатый мост τοξωτή γέφυρα•
горбатый нос κυρτή μύτη.
ουσ. καμπούρης•- ого могила исправит παρμ. τον καμπούρη ο τάφος τον ισιάζει, το στραβό το ξύλο η φωτιά το ισιάζει.
-
13 изогнутый
επ. από μτχ.κυρτός, καμπύλος, λυγισμένος, λυγιστός. -
14 искривлённый
επ. από μτχ.στραβωμένος,λυγιστός, κυρτός, καμπυλωτός. -
15 кривой
επ., βρ: крив, крива, криво.1. κυρτός, καμπύλος, λυγισμένος, γυριστός•-я сабля κυρτό σπαθί. || στραβός, στρεβλός•человек с -ыми ногами άνθρωπος στραβοπόδαρος.
|| λοξός, πλάγιος•-я линия λοξή γραμμή.
2. ουσ. θ. -ая λοζή γραμμή.3. βλ. кривоглазый.4. παλ. άδικος, ψεύτικος, μη σωστός.εκφρ.- ая улыбка – ψευτοχαμόγελο –ое зеркало καθρέφτης που παραμορφώνει•улыбаться (усмехаться) -о – πικροχαμογελώ• χαμογελώ ειρωνικά•- я вывезет (вынесет) – μπορεί να το πάει ο διάβολος και γίνει•куда -я не (ни) вывезет (вынесет) – όπου το βγάλει η άκρη, ας γίνει ό,τι θέλει•на -ой не объедешь его – δεν τον ξεγελάς με τίποτε. -
16 непрямой
επ.μη ευθύς• λοξός, πλάγιος. || καμπύλος, κυρτός. || μτφ. ανειλικρινής, υποκριτικός•непрямой ответ υπεκφυγή.
-
17 пониклый
επ.γερμένος, γυρτός, κυρτός, σκυφτός• κατεβασμένος•с -ой головой με σκυμμένο το κεφάλι•
пониклый взор χαμηλωμένο βλέμμα.
-
18 сгорбленный
επ. από μτχ.καμπούρης, καμπουριασμένος, κυρτός. -
19 согнутый
επ. από μτχ.1. λυγισμένος, κυρτός, -ωμένος.2. καμπουριασμένος. -
20 сутулый
επ., βρ: -тул, -а, -оκαμπούρικος, -ριασμένος, κυρτός, κυρτωμένος.
См. также в других словарях:
κυρτός — bulging masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύρτος — weels masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρτός — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… … Dictionary of Greek
κύρτος — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… … Dictionary of Greek
κυρτός — ή, ό επίρρ. ά 1. για γραμμές, καμπύλος. 2. για σώματα, φουσκωτός, αυτός που καταλήγει εξωτερικά σε προεξέχουσα καμπύλη επιφάνεια. 3. λοξός, πλάγιος. 4. λυγισμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Εὔδοντι κύρτος αἱρεῖ. — См. Счастье и сонного найдет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κυρτά — κυρτός bulging neut nom/voc/acc pl κυρτά̱ , κυρτός bulging fem nom/voc/acc dual κυρτά̱ , κυρτός bulging fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρτότερον — κυρτός bulging adverbial comp κυρτός bulging masc acc comp sg κυρτός bulging neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρτόν — κυρτός bulging masc acc sg κυρτός bulging neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρτότατον — κυρτός bulging masc acc superl sg κυρτός bulging neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρταῖς — κυρτός bulging fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)