-
1 буквальный
буквальный κυριολεχτικός; \буквальный перевод η κατά λέξη μετάφραση* * *буква́льный перево́д — η κατά λέξη μετάφραση
-
2 дословный
дословный κυριολεχτικός; \дословный перевод η κυριολεχτική μετάφραση* * *досло́вный перево́д — η κυριολεχτική μετάφραση
См. также в других словарях:
κύριος — α, ο επίρρ. ίως 1. κυρίαρχος: Ο στρατός είναι κύριος της κατάστασης. 2. ιδιοκτήτης, κάτοχος: Είναι κύριος πολλών οικοπέδων. 3. ουσιώδης, σπουδαιότερος. 4. στη γραμματική, κυριολεχτικός. 5. το αρσ., κύριος ως ουσ., δηλώνει το σύζυγο, τον αξιοπρεπή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)