Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κυπάρισσοι

См. также в других словарях:

  • Κυπάρισσοι — Κυπάρισσος cypress fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυπάρισσοι — κυπάρισσος cypress fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυπάριττοι — Κυπάρισσοι , Κυπάρισσος cypress fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

  • ακρόκομος — ἀκρόκομος, ον (Α) 1. (ως επίθ. τών Θρακών) αυτός που έχει μαλλιά μόνο στην κορυφή τής κεφαλής 2. (για ζώα) αυτός που έχει τρίχες στο πιγούνι 3. (για δέντρα και κυρίως για τον φοίνικα) αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα στην κορυφή 4. φρ. «ἀκρόκομοι… …   Dictionary of Greek

  • κυπάρισσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Η παράδοση τον αναφέρει ως ωραιότατο έφηβο, ευνοούμενο του θεού Απόλλωνα. Σύμφωνα με τον μύθο, όταν κάποτε σκότωσε άθελά του το αγαπημένο του ελάφι, η θλίψη του ήταν αφόρητη και ο Απόλλωνας για να τον λυτρώσει τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»