-
1 κυνηγώ
κυνηγέωhunt: pres subj act 1st sg (attic epic doric)κυνηγέωhunt: pres ind act 1st sg (attic epic doric)κυνηγόςhound-leader: masc gen sg (doric aeolic)——————κυνηγόςhound-leader: masc dat sg -
2 κυνηγῶ
Βλ. λ. κυνηγώ -
3 κυνηγῷ
Βλ. λ. κυνηγώ -
4 κυνηγώ
(ε), κυνηγάω 1. μετ.1) охотиться (на кого-л.); выслеживать (кого-л.); 2) перен. преследовать (кого-л.); гнаться (за кем-л.); 3) гоняться (за кем-л.), добиваться встречи (с кем-л.); 4) перен. болеть душой (за дело и т. п.); 2. αμετ. быть охотником -
5 κυνηγώ
[киниго] р. охотиться,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κυνηγώ
-
6 κυνηγώ
[киниго] ρ охотиться. -
7 κυνηγώ
chasser -
8 κυνηγώ
1) gonić czas.2) polować czas. -
9 κυνηγώ
1) hnát2) honit3) lovit4) pronásledovat5) stíhat6) vyhnat -
10 κυνηγώ
1) chase2) hound3) hunt4) stalkΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κυνηγώ
-
11 гнаться
-
12 hnát
κυνηγώ -
13 lovit
κυνηγώ -
14 stíhat
κυνηγώ -
15 vyhnat
κυνηγώ -
16 chase
κυνηγώ -
17 hunt
κυνηγώ -
18 gonić
κυνηγώ -
19 polować
κυνηγώ -
20 avlamak
κυνηγώ, θηρεύω
См. также в других словарях:
κυνηγώ — και κυνηγάω κυνήγησα, κυνηγήθηκα, κυνηγημένος 1. είμαι κυνηγός, βγαίνω για κυνήγι. 2. προσπαθώ να σκοτώσω ή να πιάσω θήραμα με τη βοήθεια σκυλιών. 3. καταδιώκω κάποιον εχθρικά. 4. επιδιώκω να αποκτήσω κάτι: Κυνηγάει αυτή τη θέση από καιρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυνηγώ — (AM κυνηγῶ, έω, Α δωρ. τ. κυναγῶ, έω, Μ και κυνηγεύω και κυνηγεύγω) [κυνηγός] 1. συλλαμβάνω και φονεύω πουλιά ή άλλα ζώα, συνήθως με τη βοήθεια κυνηγόσκυλου, επιδίδομαι στο κυνήγι πτηνών ή άλλων ζώων 2. καταδιώκω κάποιον για να τόν συλλάβω ή και… … Dictionary of Greek
κυνηγώ — κυνηγάω / κυνηγώ, κυνήγησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κυνηγῶ — κυνηγέω hunt pres subj act 1st sg (attic epic doric) κυνηγέω hunt pres ind act 1st sg (attic epic doric) κυνηγός hound leader masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνηγῷ — κυνηγός hound leader masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεδράμω — κυνηγώ, καταδιώκω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ έδραμον (βλ. και λ. ξ[ε] ) αόρ. β του ἐκτρέχω, με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος] … Dictionary of Greek
αλαφοκυνηγώ — και λαφοκυνηγώ ( άω) κυνηγώ ελάφια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάφι + κυνηγώ] … Dictionary of Greek
θείνω — (Α) 1. χτυπώ, φονεύω («φασγάνῳ αὐχένα θείνας», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. σκοτώνω, φέρομαι με άσχημο τρόπο («θείνει δ ὀνείδει μάντιν», Αισχύλ.) 3. (για πλοία) είμαι βυθισμένος, είμαι ναυαγισμένος («στυφελοῦ θείνοντας ἐπ ἀκτάς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο σπάνιος … Dictionary of Greek
θηρώ — θηρῶ, άω (Α) 1. κυνηγώ ή καταδιώκω άγρια ζώα, και συν. με τη σημ. τού συλλαμβάνω 2. (για ανθρώπους) συλλαμβάνω, καταλαμβάνω 3. αιχμαλωτίζω με τον τρόπο μου, με τα λόγια μου 4. μτφ. κυνηγώ, επιδιώκω, ζητώ να βρω κάτι 5. επιζητώ, προσπαθώ να κάνω… … Dictionary of Greek
λαγονεύω — και λαονεύω 1. κυνηγώ λαγούς 2. μτφ. καταδιώκω, κυνηγώ 3. φρ. «μέ λαγονεύει ο τρισκατάρατος» λέγεται από αυτούς που αποδίδουν τις συνεχείς ατυχίες τους σε δαιμονική επήρεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + κατάλ. εύω (για την ανάπτυξη τού ενδοφωνηεντικού ν … Dictionary of Greek
λαθροθηρώ — [λαθροθήρας] κυνηγώ λαθραία, σε απαγορευμένη περιοχή ή χωρίς άδεια ή σε εποχή που δεν επιτρέπεται το κυνήγι ή κυνηγώ θηράματα που το κυνήγι τους είναι απαγορευμένο … Dictionary of Greek