-
1 κυβικό(ν)
το кубометр -
2 κυβικό(ν)
το кубометр -
3 κυβικό μέτρο
кубикГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κυβικό μέτρο
-
4 решётка
1. тех. η σχάρα, το δικτυωτόкингстонная - мор. το δικτυωτό κιβώτιο θαλάσσηςкристаллическая гексагональная - το (μέγιστης πυκνότητας) εξαγωγικό κρυσταλλικό πλέγμαкристаллическая гране-центрированная кубическая - εδροκεντρω-μένο κυβικό κρυσταλλικό πλέγμαкристаллическая объёмно-центрированная кубическая - το χωροκεντρωμένο κυβικό κρυσταλλικό πλέγμαкристаллическая предохранительная - ав. (предотвращающаяпопадание птиц в двигатель) το πλέγμααποτροπής αναρρόφησης (πουλιών)2. (структура) мат. ηαλγεβρική δομή 3. (заграждение, ограда) τα κάγκελα, το κιγκλίδωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > решётка
-
5 куб
куб 1-а, πλθ. -ы α.1. κύβος (γεωμ. σώμα).2. κυβικό μέτρο•куб дров κυβικό (μέτρο) καυσόξυλα.
εκφρ.возвести в куб – υψώνω στον κύβο.куб 2-а α. πλθ. -ыλέβητας κυλινδρικού σχήματος•перегонный куб αποστακτήρας λέβητας.
-
6 кубометр
-а α.κυβικό μέτρο•кубометр дров κυβικό μέτρο καυσόξυλων.
-
7 иррациональность
1. мат. το υπερβα-τό(ν) 2. филос. το αντιορ-θολογιστικό, η αλογία, ο άλογο(ν), ο παραλογισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > иррациональность
-
8 кубометр
το κυβικό μέτρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кубометр
-
9 метр
1. (единица длины) το μέτρο 2. (линейка, планка с делениями для измерения чего-л.) το μέτροο χάρακας (όργανο μέτρησης)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > метр
-
10 сантиметр
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сантиметр
-
11 кубометр
кубометрм τό κυβικό[ν] μέτρο[ν]. -
12 метр
метр Iм τό μέτρο[ν]:кубический \метр τό κυβικό μέτρο.метр IIм лит. τό μέτρο[ν]. -
13 κυβικός
-
14 μέτρον
τό1) мера;μέτρα μήκους — меры длины;
μέτρα και σταθμά — меры веса;
2) метр (единица измерения);τετραγωνικό μέτρον — квадратный метр;
κυβικό μέτρον — кубический метр;
3) мерка; размер;παίρνω μέτρον ( — или τα μέτρα) — измерять; — снимать мерку;
πήρα τα μέτρα τού οικοπέδου — я измерил строительный участок;
έκαμα λάθος στο μέτρο — я ошибся размером;
σύμφωνα με τα μέτρα — по размеру;
4) мера, мерка (сыпучих тел и жидкости);μέτρ σιτηρών — мера пшеницы;
5) перен. мера (величина, степень);στο μέτρον τού δυνατού — по мере возможности;
στο μέτρον των δυνάμεων μου — по мере моих сил;
αυτό υπερβαίνει το μέτρον των δυνάμεων μου — это выше моих сил;
6) мера, предел;παν μέτρον άριστον — всё хорошо в меру;
δεν γνωρίζω τί εστί μέτρον — не знать чувства меры;
7) мерка, мерило, критерий;έχω ( — или εφαρμόζω) δύο μέτρα και δύο σταθμά — подходить с двумя разными мерками (к чему-л.), быть пристрастным;
8) (чаще πλ.) мера, средство;μέτρο ποινής — мера наказания;
προσωρινά μέτρα — временные меры;
δρακόντεια μέτρον — драконовские меры;
προφυλακτικά μέτρα — или μέτρα προφύλαξης — меры предосторожности;
σύντονα (αποφασιστικά, δραστικά, προληπτικά) μέτρα — энергичные (решительные, действенные, превентивные) меры;
παίρνω ( — или λαμβάνω) μέτρα — принимать меры;
λάβε τα μέτρα σου — береги себя;
9) лит. размер (стихотворный);ιαμβικό μέτρον — ямб;
10) муз. ритм, такт;§ εν μέτρω — или με μέτρο — в меру, умеренно, разумно;
τινι μέτρω — в какой-то мере; — в какой-то степени;άνευ μέτρου — без меры;
υπέρ το μέτρον — сверх меры
-
15 cc
[si:'si:]( abbreviation) (cubic centimetre(s).) κυβικό εκατοστό -
16 cubic centimetre
(abbreviation cc), metre etc (the volume of, or the volume equivalent to, a cube whose sides measure one centimetre, metre etc: This jug holds 500 cubic centimetres.) κυβικό εκατοστό, μέτρο, κλπ. -
17 cubic lattice
French\ \ plan d'expérience en treillis cubique; réseau cubiqueGerman\ \ kubisches GitterDutch\ \ kubisch roosterItalian\ \ reticolo cubicoSpanish\ \ damero cúbico; látice cúbicoCatalan\ \ reticle cúbicPortuguese\ \ reticulado cúbicoRomanian\ \ -Danish\ \ kubisk gitterNorwegian\ \ kubisk lattisSwedish\ \ kubgitterGreek\ \ κυβικό πλέγμαFinnish\ \ kuutiohilaHungarian\ \ háromdimenziós rácsTurkish\ \ kübik kafesEstonian\ \ kuupvõreLithuanian\ \ kubinė gardelėSlovenian\ \ -Polish\ \ krata sześciennaRussian\ \ кубическая решеткаUkrainian\ \ кубічна граткаSerbian\ \ -Icelandic\ \ rúmmetra grindarbygginguEuskara\ \ kubiko saretazkoFarsi\ \ latise mok - biPersian-Farsi\ \ -Arabic\ \ شبكة تكعيبيةAfrikaans\ \ kubieke roosterChinese\ \ 立 方 格Korean\ \ 입방격자 -
18 выйти
выйду, выйдешь, παρλθ. χρ. вышел, -шла, -шло, προστκ. выйди, μτχ. παρλθ. χρ. вышедший, επίρ. μτχ. выйдя ρ.σ.1. βγαίνω έξω, εξέρχομαι•выйти из дому βγαίνω άπο το σπίτι•
выйти из окружения βγαίνω από τον κλοιό•
выйти на улицу βγαίνω έξω• βγαίνω στο δρόμο•
выйти на охоту πηγαίνω κυνήγι•
выйти на прогулку βγαίνω περίπατο•
выйти на сцену βγαίνω στη σκηνή•
выйти на дорогу στο δρόμο•
выйти на добычу εξέρχομαι προς οίγραν (για κυνήγι).
|| μτφ. τίθεμαι εκτός, εξέρχομαι, βγαίνω•выйти из боя βγαίνω.εκτός μάχης•
выйти из игры βγαίνω από το παιγνίδι (χάνω)•
выйти из больницы βγαίνω από το νοσοκομείο, παίρνω εξιτήριο•
выйти из школы τελειώνω το σχολείο, αποφοιτώ από το σχολείο•
выйти на работу πηγαίνω στη δουλειά.
|| φυτρώνω•-шла кукуруза φύτρωσε το καλαμπόκι.
|| μτφ. απαλλάσσομαι•выйти из долгов βγαίνω από τα χρέη, ξεχρεώνομαι.
|| μτφ. χάνω•выйти из терпения χάνω την υπομονή.
|| βγαίνω•выйти из употребления αχρηστεύομαι•
выйти из себя βγαίνω από τον εαυτό μου, γίνομαι έξω φρενών.
2. εκδίδομαι•-шел первый номер журнала βγήκε το πρώτο νούμερο του περιοδικού.
3. αναδείχνομαι•выйти победителем βγαίνω νικητής.
4. φτάνω το όριο•он ростом не -шел αυτός δεν βγήκε στο ανάστημα.
5. γίνομαι, προκύπτω, αποβαίνω•из него -шел прекрасный работник αυτός έγινε θαυμάσιος εργατοτεχνίτης•
из этого отреза выйдет два костюма απ’ αυτό το κομμάτι υφάσματος θα βγουν δυό κοστούμια.
6. προέρχομαι, πηγάζω, προκύπτω•от свда вышли все недоразумения απ’ εδώ προέκυψαν όλες οι παρεξηγήσεις.
7. προέρχομαι, κατάγομαι•он -шел из народа αυτό βγήκε από το λαό, είναι λαογένητος.
8. εξέρχομαι•-из войны βγαίνω από τον πόλεμο.
9. Μέ τη λ. замуж παντρεύομαι•она -шла замуж αυτή παντρεύτηκε.
10. ξοδεύω, δαπανώ, καταναλώνω•за месяц -шло около кубаметра дров το μήνα μου πήγε περίπου ένα κυβικό καυσόξυλα.
|| τελειώνω, περνώ•εκφρ. выйти на пенсию βγαίνω (πηγαίνω) στη σύνταξη• выйти из берегов πλημμυρίζω, ξεχειλίζω• выйти из возраста ξεπερνώ το όριο ηλικίας• выйти из головы (ума, памяти) ξεχνώ, λησμονώ• выйти из доверия χάνω την εμπιστοσύνη κάποιου, δε χαίρω εμπιστοσύνης• выйти из положения βγαίνω από δύσκολη κατάσταση• выйти из пределов ή границ ξεπερνώ τα όρια• выйти из-под пера ή из-под кисти кого είμαι έργο του συγγραφέα, του καλλιτέχνη• выйти наружу φανερώνομαι, βγαίνω στα φόρα• не -шел чем δεν έγινε όπως περιμένονταν умом не -шел δεν του φτάνει, είναι λίγο κουτός• года -шли α) τα χρόνια ήρθαν(ωρίμασε), β) τα χρόνια πέρασαν (το κανονικό όριο).-шел срок τέλειωσε η προθεσμία.
-
19 кубик
-а α.1. κυβίσκος.2. κυβικό εκατοστόμετρο.3. κυβίσκοι (παιδικό παιγνίδι). -
20 мера
-ы θ.1. μέτρο, μονάδα μέτρησης•-ы длины μέτρα μήκους•
-ы веса μέτρα βάρους,τα σταθμά•
-ы объёма μέτρα όγκου•
-ы вместительности μέτρα χωρητικότητας•
кубическая мера κυβικό μέτρο.
|| η μετρική ταινία. || ρωσικό μέτρο χωρητικότητας ενός πουτιού.2. μτφ. όριο•следует во всём соблюдать -у παν μέτρον άριστον•
всему есть мера για κάθε τι υπάρχει όριο•
знать -у όεν υπερβαίνω τα όρια.
|| (συνεκδ.) τα μέσα, μέτρα•-ы наказания μέσα τιμωρίας•
принимать -ы παίρνω τα μέτρα•
-ы предосторожности προφυλακτικά μέτρα•
-ы социальной защиты μέτρα κοινωνικής πρόνοιας•
решительные -ы αποφασιστικά (δραστικά) μέτρα•
высшая мера наказания η εσχάτη των ποινών.
εκφρ.без -ы – χωρίς μέτρο (υπερβολικά)•в -у – στο μέτρο (μέτρια)•ни в коей ή ни в какой -е – επ ουδενί λόγω, σε καμιά περίπτωση, με κανένα τρόπο•по -е – όσο, καθόσο, αντίστοιχα, ανάλογα•по -е того как... – οσάκις, ότε, οπότε...• сверх -ы; через -у; не в -у υπέρμετρα, υπέρ το δέον•чувство -ы – το αίσθημα του μέτρου.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κυβικό σύστημα — Μία από τις επτά υποδιαιρέσεις της κρυσταλλικής κατάταξης των κρυστάλλων. Περιλαμβάνει όλους τους κρυστάλλους με τριπλό σύστημα κρυσταλλογραφικών αξόνων, οι οποίοι σχηματίζουν μεταξύ τους γωνίες (α,β,γ) ίσες με 90°. Οι θεμελιώδεις παράμετροι (a,b … Dictionary of Greek
διαστρική ύλη — Η διάχυτη ύλη που βρίσκεται μεταξύ των διαφόρων αστέρων. Από την εποχή του Γαλιλαίου, όταν οι αστρονόμοι απέκτησαν τη δυνατότητα να παρατηρούν και να ερευνούν τον ουρανό με τηλεσκόπια, κατόρθωσαν να διακρίνουν διάφορα λευκά φωτεινά νέφη σε πολλά… … Dictionary of Greek
κυβικός — Όρος των μαθηματικών, που χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις χαρακτηρισμού: κ. πολυώνυμο. Έτσι ονομάζεται κάθε πολυώνυμο τρίτου βαθμού. κ. εξίσωση. Έτσι ονομάζεται κάθε εξίσωση τρίτου βαθμού αx3 + βx2 + γx + δ = 0 με α ≠ 0. κ. καμπύλη. Έτσι… … Dictionary of Greek
λευκοκυττάρωση — Παθολογική αύξηση του αριθμού των λεμφοκυττάρων (λευκών αιμοσφαιρίων) του αίματος. Θεωρείται ότι υπάρχει λ. όταν υπάρχουν περισσότερα από 8.000 στοιχεία ανά κυβικό χιλιοστό για τους ενηλίκους. Σύνηθες αίτιο της λ. είναι η λοίμωξη, οπότε η λ.… … Dictionary of Greek
δεκατόμετρο — Μονάδα που ισοδυναμεί με ένα δέκατο του μέτρου (σύμβ. dm). Το τετραγωνικό δ. είναι μέτρο επιφάνειας, ισοδύναμο με τετράγωνο που έχει πλευρά ενός δ. (συμβ. dm2). Το κυβικό δ. είναι μονάδα μέτρησης όγκου, ισοδύναμη με κύβο ακμής ενός δ. (συμβ. dm3) … Dictionary of Greek
κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek
κύβος — (Γεωμ.). Ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι δώδεκα ακμές είναι ίσες. Ο κ. είναι κανονικό εξάεδρο, οι έδρες του αποτελούν τετράγωνα ίσα μεταξύ τους και οι οκτώ στερεές του γωνίες είναι τρισορθογώνιες. Αν α είναι το μήκος μιας ακμής του, τότε… … Dictionary of Greek
λίτρο — Μετρική μονάδα όγκου που καθορίστηκε σύμφωνα με την απόφαση της 3ης Διεθνούς Συνδιάσκεψης Μέτρων και Σταθμών (1901) ως ο όγκος που καταλαμβάνει ένα κιλό καθαρού νερού στη θερμοκρασία της μέγιστης πυκνότητας του νερού (4°C) και σε κανονική… … Dictionary of Greek
μέταλλο — Όρος ενδεικτικός για ορισμένα στοιχεία που παρουσιάζουν ιδιαίτερα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά. Τα μέταλλα στη συνηθισμένη θερμοκρασία είναι στερεά, με μόνη εξαίρεση τον υδράργυρο, που είναι υγρό. Το χρώμα τους, όταν βρίσκονται σε συμπαγή… … Dictionary of Greek
χιλιόγραμμο — το, Ν 1. μετρολ. μονάδα μάζας και βάρους τού Διεθνούς Συστήματος, με σύμβολο kg, ισοδύναμη με χίλια γραμμάρια, κν. κιλό 2. φρ. α) «χιλιόγραμμο ανά μέτρο» μετρολ. μονάδα γραμμικής μάζας τού Διεθνούς Συστήματος ισοδύναμη με τη γραμμική μάζα… … Dictionary of Greek
όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου … Dictionary of Greek