-
1 κτήνος
-
2 κτῆνος
-
3 κτῆνος
-
4 κτῆνος
κτῆνος, ους, τό a domestic animal capable of carrying loads, domesticated animal, pet, pack-animal, animal used for riding (mostly in pl. as collective, ‘flocks, herds’: since Hom. Hymns and Hdt.: ins, pap, LXX, TestSol, TestAbr, TestJob, Test12Patr, ApcMos; SibOr, Fgm. 3:12; EpArist, Philo, Mel.; Ath. 20, 4, R. 24 p. 78, 5; infreq. in sing.: X., An. 5, 2, 3; SIG 986, 8; Ex 22:4; TestAbr B 2 p. 106, 25 [Stone p. 60]; TestReub 2:9; Mel., P. 11, 93 παντὸς κτήνους Theoph. Ant. 3, 9 [p. 224, 3]) of livestock (PTebt 56, 8; LXX) Hv 4, 1, 5; Hs 9, 1, 8 (in contrast to wild and dangerous animals 9, 1, 9; cp. M. Ant. 5, 11 and Philo, Op. M. 64: κτ. … θηρίον); 9, 24, 1. Also 1 Cor 15:39; PtK 2 p. 14, 18 refer to domesticated animals. Cattle alone seem to be meant in the combination κτήνη καὶ πρόβατα Rv 18:13 (cp. PRyl 126, 15 τὰ ἑατοῦ πρόβατα καὶ βοικὰ κτήνη).—Of animals used for riding (POxy 2153, 20 [III A.D.]; TestAbr s. above; Jos., Ant. 8, 241) Lk 10:34; Ac 23:24.—DELG s.v. κτάομαι 5. M-M. Sv. -
5 κτῆνος
-ους + τό N 3 144-23-42-31-22=262 Gn 1,25.26.28; 2,20; 3,14(domestic) animal Ex 11,5τὰ κτήνη cattle Gn 1,25; ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους from man to beast Gn 6,7*Gn 8,19 τὰ κτήνη the cattle-שׁהרכ? for MT שׁהרמ the creeping animalsCf. DORIVAL 1994, 58; HARLÉ 1988 44.86; WEVERS 1990 125.189; 1993 175.405 -
6 κτήνος
1) animal2) beast3) brute4) monsterΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κτήνος
-
7 κτήνει
κτή̱νει, κτῆνοςflocks and herds: neut nom /voc /acc dual (attic epic)κτή̱νεϊ, κτῆνοςflocks and herds: neut dat sg (epic ionic)κτή̱νει, κτῆνοςflocks and herds: neut dat sg -
8 κτήνη
κτή̱νη, κτῆνοςflocks and herds: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)κτή̱νη, κτῆνοςflocks and herds: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic) -
9 κτηνών
-
10 κτηνῶν
-
11 κτηνέων
κτη̱νέων, κτῆνοςflocks and herds: neut gen pl (epic doric ionic aeolic) -
12 κτήνεα
κτή̱νεα, κτῆνοςflocks and herds: neut nom /voc /acc pl (epic ionic) -
13 κτήνεος
κτή̱νεος, κτῆνοςflocks and herds: neut gen sg (epic doric ionic aeolic) -
14 κτήνεσι
κτή̱νεσι, κτῆνοςflocks and herds: neut dat pl -
15 κτήνεσιν
κτή̱νεσιν, κτῆνοςflocks and herds: neut dat pl -
16 κτήνεσσι
κτή̱νεσσι, κτῆνοςflocks and herds: neut dat pl (epic) -
17 κτήνην
κτή̱νην, κτῆνοςflocks and herds: neut acc sg -
18 κτήνους
κτή̱νους, κτῆνοςflocks and herds: neut gen sg (attic epic doric) -
19 ἀνάγω
+ V 22-42-32-7-11=114 Gn 42,37; 50,24; Ex 8,1.2.3A: to bring up [τι] Ex 8,5; to raise up [τινα] Ez 26,3; to lead up to, to bring to [τινα] Jos 7,24; to bring up (from grave) 1 Sm 2,6; to offer [τινα] 2 Kgs 10,24; to guide [τινα] Ps 77(78),52P: to retire to [πρός τινα] 2 Mc 5,9πᾶν κτῆνος ἀνάγον μηρυκισμόν every beast chewing the cud Lv 11,3 Cf. LE BOULLUEC 1989, 90-91 -
20 κνήνιον
κνήνιον, τό, dub.sens.in Supp.Epigr.1.413 (Gortyn, v B.C.). (Fort. leg. τῶν κτηνίων Cret. gen. pl. of κτῆνος).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κνήνιον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κτήνος, το — και χτήνος, το,1. ζώο. 2. ως βρισιά, ο άνθρωπος που δεν έχει κανένα ευγενικό κίνητρο, βάναυσος, αγροίκος: Φύγε να μη σε βλέπω, κτήνος! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κτῆνος — flocks and herds neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτήνος — και χτήνος, το (AM κτῆνος, Μ και κτῆνο[ν] και κτηνό[ν] και χθηνόν και χτῆνο και χτηνόν) ζώο κατοικίδιο, ζώο γαλακτοφόρο ή φορτηγό (α. «οὐδὲν ἦν λαμβάνειν εἰ μὴ ὗς ἢ βοῡς ἢ ἄλλο τι κτῆνος τὸ πῡρ διαπεφευγός», Ξεν. β. «ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ… … Dictionary of Greek
κτηνώδης — ες και κτηνώδικος, η, ο (AM κτηνώδης, ῶδες) 1. αυτός που μοιάζει με κτήνος στη μορφή ή στη συμπεριφορά («κτηνώδης φυσιογνωμία») 2. αυτός που αρμόζει σε κτήνος (α. «κτηνώδη ένστικτα» β. «κτηνώδης αἴσθησις», Φίλ.). επίρρ... κτηνωδώς (AM κτηνωδῶς)… … Dictionary of Greek
ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… … Dictionary of Greek
κτηνοπρεπής — κτηνοπρεπής, ές (AM) αυτός που αρμόζει σε κτήνος, κτηνώδης αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ κτηνοπρεπές η κτηνωδία. επίρρ... κτηνοπρεπῶς (AM) όπως αρμόζει σε κτήνος, κτηνωδώς αρχ. παραλόγως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αρχαιο πρεπής … Dictionary of Greek
κτήνει — κτή̱νει , κτῆνος flocks and herds neut nom/voc/acc dual (attic epic) κτή̱νεϊ , κτῆνος flocks and herds neut dat sg (epic ionic) κτή̱νει , κτῆνος flocks and herds neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ORYX — I. ORYX locus Arcadiae ad Ladonem fluv. Pansan. l. 8. II. ORYX unicorne animal, Aristoteli l. 2. c. 1. et Plinio l. 11. c. 46. quorum hic ponit in censu caprarum silvestrium, quas ut doceat in plurimas figuras transfigurari, postquam caprcas… … Hofmann J. Lexicon universale
αποκτηνώνω — κ. χτηνώνω (Α ἀποκτηνῶ, όω) [κτήνος] μεταμορφώνω κάποιον σε κτήνος («τον αποχτήνωσε το πιοτό») … Dictionary of Greek
κτήνειος — κτήνειος, εία, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κτήνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + κατάλ. ειος (πρβλ. ανθρώπ ειος, κύκν ειος)] … Dictionary of Greek
κτηνάνθρωπος — και χτηνάνθρωπος, ο άνθρωπος που έχει ένστικτα, διαθέσεις και εκδηλώσεις κτήνους, απάνθρωπος και σκληρός ή ακόλαστος και ασελγής, ανθρωπόμορφο κτήνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + άνθρωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek