-
1 κτήτωρ
-
2 κτητωρ
-
3 κτήτωρ
κτήτωρpossessor: masc nom sg -
4 κτήτωρ
κτήτωρ, ορος, ὁ, der Besitzer, der Herr -
5 κτήτωρ
κτήτωρ, ορος, ὁ (Diod S 34 + 35, 2, 31; POxy 237 VIII, 31; 718, 13; PTebt 378, 24; et al. [New Docs 2, 89] Jo 1:11 Sym.) owner of houses and lands χωρίων ἢ οἰκιῶν Ac 4:34 (cp. 1QS 1:11f).—DELG s.v. κτάομαι 7. M-M. -
6 κτήτωρ
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κτήτωρ
-
7 κτήτωρ
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κτήτωρ
-
8 κτήτωρ
владелец, обладатель, собственник.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κτήτωρ
-
9 κτήτωρ
A possessor, owner, D.S.34/5.2.31, POxy. 237 viii 31 (i A.D.), A.D.Pron.22.6, AP7.206 (Damoch.), Procop.Arc. 26: c. gen.,οἰκιῶν κ. Act.Ap.4.34
. -
10 συγ-κτήτωρ
συγ-κτήτωρ, ορος, ὁ, Mitbesitzer (?).
-
11 κτητόρων
κτήτωρpossessor: masc gen pl -
12 κτήτορα
κτήτωρpossessor: masc acc sg -
13 κτήτορας
κτήτωρpossessor: masc acc pl -
14 κτήτορες
κτήτωρpossessor: masc nom /voc pl -
15 κτήτορι
κτήτωρpossessor: masc dat sg -
16 κτήτορος
κτήτωρpossessor: masc gen sg -
17 κτήτορσι
κτήτωρpossessor: masc dat pl -
18 κτήτορσιν
κτήτωρpossessor: masc dat pl -
19 κτητόρισσα
κτητόρισσα, ἡ, fem. zu κτήτωρ, Sp.
-
20 κτήτορ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κτήτωρ — κτήτωρ, ορος, ὁ (AM) βλ. κτήτορας … Dictionary of Greek
κτήτωρ — possessor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτητόρων — κτήτωρ possessor masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτῆτορ — κτήτωρ possessor masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτήτορα — κτήτωρ possessor masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτήτορας — κτήτωρ possessor masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτήτορες — κτήτωρ possessor masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτήτορι — κτήτωρ possessor masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτήτορος — κτήτωρ possessor masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτήτορσι — κτήτωρ possessor masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτήτορσιν — κτήτωρ possessor masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)