-
1 κτητικός
κτητικός, geschickt zu erwerben; τοὺς μὲν γὰρ οὔτε κτητικοὺς εἶναι τῶν οὐκ ὄντων οὔτε φύλακας δεινοὺς τῶν ὑπαρχόντων Isocr. 12, 242; vgl. Strab. XVI, 783; ἡ κτητικὴ τέχνη, Erwerbungskunst, Plat. Soph. 219 c; Arist. Pol. 1, 4; – den Besitz betreffend, ihn bezeichnend; ἀντωνυμίαι, pronomina possessiva, Gramm.; Adjectiva, κτητικά (ἐπίϑετα), die auf κός, z. B. Κορινϑιακός, Steph. Byz. und A. – Auch adv., Sp.
-
2 κτητικος
31) умеющий приобретать, способный наживать(τινος Isocr.)
2) грам. обозначающий принадлежность, притяжательный -
3 κτητικός
κτητικόςacquisitive: masc nom sg -
4 κτητικός
κτητικός, geschickt zu erwerben; ἡ κτητικὴ τέχνη, Erwerbungskunst; den Besitz betreffend, ihn bezeichnend; ἀντωνυμίαι, pronomina possessiva, Gramm. -
5 κτητικός
η, ό[ν] грам, притяжательный;-'ή αντωνυμία притяжательное местоимение -
6 κτητικός
A acquisitive, skilled in getting,τῶν οὐκ ὄντων Isoc.12.242
: abs., industrious, Str.16.4.26: ἡ -κὴ τέχνη the art of acquiring property, Pl.Sph. 219c, cf. Arist.Pol. 1253b23;τὸ κ. Phld.Oec.p.35
J.II Gramm., possessive, [ ὄνομα] D.T.634.25;ἀντωνυμίαι A.D.Pron.16.15
; τὰκ. ib.14.21. Adv. -κῶς Id.Synt.160.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κτητικός
-
7 κτητικός
acquisitiveΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κτητικός
-
8 ἀνα-κτητικός
ἀνα-κτητικός, geschickt wieder zu erlangen, Sp.
-
9 κτητικά
κτητικόςacquisitive: neut nom /voc /acc plκτητικά̱, κτητικόςacquisitive: fem nom /voc /acc dualκτητικά̱, κτητικόςacquisitive: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
10 κτητικώτερον
κτητικόςacquisitive: adverbial compκτητικόςacquisitive: masc acc comp sgκτητικόςacquisitive: neut nom /voc /acc comp sg -
11 κτητικόν
κτητικόςacquisitive: masc acc sgκτητικόςacquisitive: neut nom /voc /acc sg -
12 κτητικαί
κτητικόςacquisitive: fem nom /voc pl -
13 κτητικοί
κτητικόςacquisitive: masc nom /voc pl -
14 κτητικούς
κτητικόςacquisitive: masc acc pl -
15 κτητική
κτητικόςacquisitive: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
16 κτητικήν
κτητικόςacquisitive: fem acc sg (attic epic ionic) -
17 κτητικών
-
18 κτητικῶν
-
19 κτητική
-
20 κτητικῇ
См. также в других словарях:
κτητικός — acquisitive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτητικός — ή, ό (AM κτητικός, ή, όν) [κτητός] 1. αυτός που έχει τάση, διάθεση, εμπειρία ή επιτηδειότητα να αποκτά κάτι («τοὺς μὲν γὰρ οὔτε κτητικοὺς εἶναι τῶν οὐκ ὄντων οὔτε φύλακας δεινοὺς τῶν ὑπαρχόντων», Ισοκρ.) 2. γραμμ. αυτός που δηλώνει κτήση, που… … Dictionary of Greek
κτητικός — ή, ό στη γραμματική, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κτήση, αυτός που δηλώνει κτήση: Σήμερα μάθαμε τις κτητικές αντωνυμίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κτητικά — κτητικός acquisitive neut nom/voc/acc pl κτητικά̱ , κτητικός acquisitive fem nom/voc/acc dual κτητικά̱ , κτητικός acquisitive fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτητικώτερον — κτητικός acquisitive adverbial comp κτητικός acquisitive masc acc comp sg κτητικός acquisitive neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτητικῶν — κτητικός acquisitive fem gen pl κτητικός acquisitive masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτητικόν — κτητικός acquisitive masc acc sg κτητικός acquisitive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτητικαῖς — κτητικός acquisitive fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτητικαί — κτητικός acquisitive fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτητικοῖς — κτητικός acquisitive masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτητικοί — κτητικός acquisitive masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)