-
1 βαφη
ἥ1) тж. pl. окраска, цвет Aesch., Plat., Arst., Plut.2) крашеная тканьκρόκου βαφαί Aesch. — шафранно-желтые одежды;
βαφαὴ ὕδρας Eur. — платье, омоченное в крови гидры3) закалка(χαλκοῦ Aesch.; σιδήρου Soph., Arst.)
4) острота, крепость(οἴνου Plut.)
5) перен. характер, привкус
См. также в других словарях:
βαφή — Διαδικασία κατά την οποία προσδίδεται στις υφαντικές ίνες, με την προσθήκη ειδικών ουσιών, ο επιθυμητός χρωματισμός. Πριν από τη β., οι ίνες ή το ύφασμα πλένονται προσεκτικά για να απομακρυνθούν ξένες ύλες ή ακαθαρσίες που τις είχαν από την αρχή… … Dictionary of Greek