-
1 прятаться
-
2 скрываться
κρύβομαι; εξαφανίζομαι ( исчезнуть) -
3 залезать
залезатьнесов, залезть сов1. (взбираться) ἀναρριχιέμαι, ἀναρριχώμαι («о гору и т. п.) / σκαρφαλώνω (надерево)·2. (прятаться) κρύβομαι:\залезать в кусты κρύβομαι στους θάμνους·3. (внутрь) μπαίνω, χώνομαι / διεισδύω, τρυπώνω (тайком):\залезать в чужу́ю ко́миату τρυπώνω σέ ξένο δωμάτιο· ◊ \залезать в долги́ χώνομαι στά χρέη. -
4 прятать
прячу, прячешьρ.δ.μ.1. κρύβω,κρύπτω, αποκρύπτω•неизвестно где (куда) он прячет деньги κανένας δεν ξέρει που κρύβει αυτός τα χρήματα.
2. μτφ. κρατώ μυστικό•не прячь своих мыслей μη κρύβεις τις σκέψεις σου.
|| φυλάγω•прятать молоко в подвале διατηρώ το γάλα στο υπόγειο.
εκφρ.прятать глаза (взгляд) – κρύβω το πρόσωπο (φοβούμαι να αντ ικρύσω).κρύβομαι•прятать от кого κρύβομαι από κάποιον•
солнце -лось за хребет ο ήλιος βασίλεψε πίσω από τη βουνοκορφή (κορυφογραμμή).
|| μτφ. καλύπτομαι, καμουφλαρίζομαι•прятать за словами καμουφλαρίζομαι με λόγια.
-
5 скрыть
скрою, скроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. скрытый, βρ: скрыт, -а, -оρ.σ.μ.1. κρύβω• καλύπτω, σκεπάζω•тучи -ли солнце τα σύννεφα έκρυψαν τον ήλιο•
скрыть своё волнение κρύβω την ταραχή μου•
скрыть свою радость κρύβω τη χαρά μου.
2. κρατώ μυστικό (από κάποιον).3. εμπεριέχω• ενυπάρχω.κρύβομαι, σκεπάζομαι, καλύπτομαι•скрыть в кустах κρύβομαι στους θάμνους•
преступник смог скрыть ο εγκληματίας μπόρεσε και κρύφτηκε.
|| εξαφανίζομαι, δραπετεύω•Наполеон -лся с острова Эльбы о Ναπολέων δραπέτευσε από το νησί Ελβα.
|| μτφ. παραμένω απαρατήρητος, καλυμμένος. -
6 зарываться
1. (во что-л. сыпучее, рыхлое, мягкое) παραχωρούμαι, κρύβομαι 2. (о судне) μπαίνω με την πλώρη (στο κύμα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зарываться
-
7 укрываться
1. (тщательно покрываться, предохраняться со всех сторон) καλύπτομαι, σκεπάζομαι 2. (спрятавшись, предохранять себя от кого-, чего-л.) κρύβομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > укрываться
-
8 прятать
-
9 скрывать
скрывать, скрыть κρύβω, κρύπτω \скрываться κρύβομαι; εξαφανίζομαι (исчезнуть)* * *= скрытьκρύβω, κρύπτω -
10 укрывать
укрывать, укрыть 1) (прикрыть) σκεπάζω, καλύπτω 2) (спрятать) κρύβω \укрываться 1) σκεπάζομαι 2) (спрятаться) κρύβομαι; \укрываться от дождя προστατεύομαι από τη βροχή* * *= укрыть1) ( прикрыть) σκεπάζω, καλύπτω2) ( спрятать) κρύβω -
11 укрываться
-
12 залечь
залечьсов I. (лечь надолго) ξαπλώνω πολύ, πλαγιάζω·2. (притаиться) κρύβομαι ξαπλώνοντας, ἐνεδρεύω ξαπλωμένος·3. (глубоко запасть, запечатлеться) ἐντυπώνομαι. -
13 запрятаться
запрятать||сяκρύβομαι, χώνομαι. -
14 под
под Iпредлог Α. с вин. и твор. п.1. (при обозначении места) κάτω ἀπό, ὑπό, ἀποκάτω:\под водой κάτω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ· \под столом ἀποκάτω ἀπό τό τραπέζι, ὑπό τήν τράπεζαν спрятаться \под навес κρύβομαι κάτω ἀπό τό ὑπόστεγο· \под тенью деревьев στον ίσκιο τῶν δένδρων, ὑπό τήν σκιάν τῶν δένδρων2. (при обозначении непосредственной близости-\подвозле, вблизи) κοντά, πλησίον, παρά:жить \под Москвой ζῶ κοντά στή Μόσχα, ζῶ πλησίον τῆς Μόσχας· поехать отдыхать \подКйев πηγαίνω γιά ἀνάπαυση κοντά στό Κίεβο· \под Афинами κοντά στήν 'Αθήνα·3. перен κάτω ἀπό, ὑπό:\под командой ὑπό τήν διοίκησιν \под знаменем Ленина κάτω ἀπό τήν σημασία τοῦ Λένιν \под ружьем ὑπό τά ὀπλα· \под огнем ὑπό τό πῦρ· \под арестом ὑπό κράτησιν отдать \под суд παραπέμπω στό δικαστήριο· \под чыо-л. ответственность ὑπ' εὐθύνην κάποιου· Б. с вин. п.1. (при обозначении времени \под непосредственно перед) προς, κατά / τήν παραμονή[ν] (накануне):\под вечер τό δειλινό· \под утро τά χαράματα· \под конец дня προς τό τέλος τῆς ήμέρας· \под конец месяца προς τό τέλος (τά τέλη) τοῦ μηνός· \под Новый год στίς παραμονές τής πρωτοχρονιάς, στίς παραμονές τοῦ Νέου ἐτους·2. (в сопровождении) ὑπό, μέ:\под аккомпанемент μέ συνοδεία, μέ τό ἀκομπανιαμέντο· \под диктовку καθ' ὑπαγόρευση··3. (наподобие) κατ' ἀπομίμησιν:это сделано \под мрамор εἶναι καμωμένο κατ' ἀπομίμησιν τοῦ μαρμάρου, εἶναι καμωμένο σάν μάρμαρο·4. (при указании на назначение предмета \под для) διά, γιά:помещение \под контору (школу) οίκημα γιά γραφείο (γιά σχολείο)· В. с твор. п. (при указании причины \под в результате) ὑπό, κάτω ἀπό:\под действием тепла ὑπό τήν ἐπίδρασιν τής θερμότητος· ◊ ему́ \под сорок κοντεύει τά σαράντα· быть \под вопросом εἶναι ζήτημα ἄν, εἶναι ἀμφίβολο[ν]· под носом у кого́-л. μπροστά στήν μύτη κάποιου· \под видом, \под предлогом ὑπό τό πρόσχημα, μέ τήν πρόφαση· под руку (идти) ἀγκαζέ.под IIм (печи) ὁ πάτος τής σόμπας. -
15 прикрываться
прикрывать||ся1. (накрываться) σκεπάζομαι, καλύπτομαι:\прикрыватьсяся шу́бой σκεπάζομαι μέ γοῦνα·2. перен (маскироваться) σκεπάζομαι, κρύβομαι·3. (ликвидироваться) разг κλείνω (άμετ.), διαλύομαι, -
16 притаиться
притаитьсясов κρύβομαι, κρύπτομαι / ἐνεδρεύω, παραμονεύω, κάνω καρτέρι (с дурным умыслом). -
17 прятаться
прятать||сяκρύβομαι, κρύπτομαι. -
18 скрываться
скрыва||тьсяκρύβομαι, (άπο)κρύπτομαι/ γίνομαι ἀφαντος, ἐξαφανίζομαι (сбегать):солнце \скрыватьсяется за горизонтом ἡ ήλιος κρύβεται πίσω ἀπό τόν ὁρίζοντα· \скрыватьсяться из виду χάνομαι, ἐξαφανίζομαι. -
19 укрываться
укрывать||ся1. (покрываться) σκεπάζομαι, καλύπτομαι·2. (прятаться) κρύβομαι, κρύπτομαι, φυλάγομαι:\укрыватьсяся от дождя φυλάγομαι ἀπ· τή βροχή·3. (с отриц. «не»\укрываться не остаться незамеченным) ξεφεύγω, περνώ ἀπαρατήρητος:от него́ ничего́ не укроется τίποτε δέν τοῦ ξεφεύγει. -
20 упрятаться
упрятать||сяκρύβομαι.
См. также в других словарях:
κρύβομαι — κρύβομαι, κρύφτηκα, κρυμμένος βλ. πίν. 8 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υποδενδρυάζω — Α 1. κρύβομαι από φόβο κάτω από δένδρο 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑποδενδρυάζειν τὸ ἐξ ἀφανοῡς καὶ αἰφνιδίως ἐπιφαίνεσθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δενδρυάζω «κρύβομαι μέσα στα δένδρα»] … Dictionary of Greek
υποφωλεύω — Α κρύβομαι κάτω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φωλεύω «μένω στη φωλιά μου, κρύβομαι κάπου»] … Dictionary of Greek
φωλεύω — ΝΑ [φωλεός / φωλεά] 1. (για διάφορα ζώα) μένω ή κρύβομαι μέσα στη φωλιά μου, φωλιάζω 2. (κυρίως για άγρια ζώα) διέρχομαι τη χειμέρια νάρκη αρχ. 1. κρύβομαι κάπου («ἑρπετὰ... φωλεύοντα ἐν μυχῷ τῆς ψάμμου», Λουκιαν.) 2. μτφ. (για συναίσθημα ή για… … Dictionary of Greek
φωλιάζω — Ν [φωλιά] 1. μένω ή κρύβομαι μέσα σε φωλιά 2. (για πτηνό) χτίζω φωλιά και μένω μέσα σ αυτήν («τα περιστέρια σου φωλιάζουν αλλού τώρα», Παλαμ.) 3. περνώ τη χειμέρια νάρκη 4. μτφ. α) (για πρόσ.) τρυπώνω κάπου, κρύβομαι («ο μικρός φώλιασε στο πατάρι … Dictionary of Greek
Amaral — Saltar a navegación, búsqueda Amaral Información personal Origen Zaragoza ( … Wikipedia Español
Elefthería Arvanitáki — Saltar a navegación, búsqueda Elefthería Arvanitáki Información personal Nombre real Ελευθερία Αρβανιτάκη Nacimiento 16 de octubre de 1958 … Wikipedia Español
αλυκτάζω — και αλυκτώ ( έω) [αλυκτώ] 1. περιπλανιέμαι ανήσυχος, φοβισμένος 2. πέφτω σε αγωνία, αμηχανία, απογοήτευση 3. φοβάμαι, κρύβομαι … Dictionary of Greek
ανθυποκρύπτομαι — ἀνθυποκρύπτομαι (Μ) [υποκρύπτομαι] κρύβομαι κι εγώ με τη σειρά μου κάτω από τη γη, πεθαίνω και εγώ με τη σειρά μου … Dictionary of Greek
δενδρυάζω — (Α) 1. κρύβομαι ανάμεσα στα δένδρα τού δάσους 2. βυθίζομαι και μένω κάτω από το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρεκτεταμένο τ. τού δενδρύω που παρετυμολογικά συνδέθηκε από τους σχολιαστές με τη λ. δρυς «βαλανιδιά» (πρβλ. τις γλώσσες «δενδρυάζειν… … Dictionary of Greek
δεντρώνω — (AM δενδρῶ, όω) 1. μεταβάλλω, μεταμορφώνω κάποιον σε δένδρο («κι ο μάγος δέντρωσε την κόρη») 2. (για φυτό) μεγαλώνω και γίνομαι δένδρο («βλαστήσασα καὶ δενδρωθεῑσα») νεοελλ. 1. φυτεύω δένδρα σε μια περιοχή 2. (για τόπο) είμαι γεμάτος δένδρα… … Dictionary of Greek