-
1 κρεμαστός
κρεμαστός, hangend, schwebend; κρεμαστὴν τὴν γυναῖκ' ἐςείδομεν Soph. O. R. 1263, wie Ant. 1906, – der Strick zum Erhenken heißt κρεμαστὴ ἀρτάνη O. R. 1266, wie βρόχοι κρεμαστοί Eur. Hipp. 778, – Folgde, κλινίδιον Plut. Pericl. 27. – Im Schiffe sind τὰ κρεμαστά das hangende Geräth, Tauwerk und Segel, Xen. oec. 8, 12, Att. Seew., ἱστία Ath. I, 27 f.
-
2 κρεμαστός
κρεμαστός, hangend, schwebend; der Strick zum Erhenken heißt κρεμαστὴ ἀρτάνη. Im Schiffe sind τὰ κρεμαστά das hangende Gerät, Tauwerk und Segel -
3 κατα-κρέμαστος
κατα-κρέμαστος, herabhangend, aufgehängt, Theophr.
-
4 κρεμάννῡμι
κρεμάννῡμι u. κρεμαννύω, Arist. H. A. 9, 6 u. Sp., fut. κρεμάσω, att. κρεμῶ, gedehnt in κρεμόω, Il. 7, 83, κρεμῶμεν, Ar. Plut. 312, aor. ἐκρέμασα, pass. ἐκρεμάσϑην; – aufhängen, Etwas so befestigen, daß es schwebt, es herabhangen lassen; σειρὴν ἐξ οὐρανοῠ Il. 8, 19; als Weihgeschenk aufhängen, πρὸς ναόν 7, 83; κρεμαννύντες εἴδωλον ἄψυχον Plat. Legg. VIII, 830 b; ἐμβόλου κρέμασαν ἀγκύρας ὕπερϑεν Pind. P. 4, 192; ἀπὸ κάλω καὶ ϑρανίου κρεμάσαντι σαυτόν Ar. Ran. 121; τῶν ὄρχεων κρεμῶμεν αὐτόν Plut. 312; οἱ κυνηγοὶ κρεμαννύουσιν ἐν ἀγγείῳ ἔκ τινος δένδρου τὴν κόπρον Arist. H. A. 9, 6; Sp., τούτων πολλοὺς ἐκρέμασεν, er ließ sie aufhängen, Plut. Alex. 59, κρεμᾶν αὐτοὺς ἠπείλησε Caes. 2. – Pass.; ἐκ τῶν ἀξόνων δακτύλιοι κρεμάννυνται Xen. equ. 10, 9, sie werden aufgehängt oder hangen an den Achsen; ὑπὸ Ἀλεξάνδρου κρεμασϑέντα Plut. Alex. 55; ἀπὸ ὑψηλοῦ κρεμασϑείς Plat. Theaet. 175 d, schwebend. – Med. κρέμαμαι, opt. κρέμαιο Ar. Nub. 862, κρέμαιτο Ach. 944, aber κρέμοισϑε Vesp. 298, imperf. ἐκρέμω Il. 15, 18. 21, ich hange, schwebe, im eigtl. Sinne u. übertr.; μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται Pind. Ol. 6, 74, der Tadel hangt sich daran, droht; δόλιος αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται I. 7, 14; ἀμφὶ φρασὶν ἀμπλακίαι κρέμανται Ol. 7, 25; κάτω κρέμανται Soph. frg. 382; κρεμάμενος Her. 2, 121. 5, 114; ἐξ ὧν κρεμαμένη πᾶσα ψυχὴ πολίτου Plat. Legg. VIII, 831 c; ἐπὶ τοῦ παττάλου Ar. Vesp. 808; ἐφ' ἵππων Xen. An. 3, 2, 19, αἱ μέλιτται ἐξ ἀλλήλων Arist. H. A. 9, 40; bes. auch = in Spannung, Erwartung, Furcht sein, Arist. rhet. 3, 14 u. Sp. – Dazu gehört der aor. κρεμάσασϑαι, Hippocr., den Hes. O. 627 mit dem accus. vrbdt, πηδάλιον δ' εὐεργὲς ὑπὲρ καπνοῠ κρεμάσασϑαι, für sich aufhängen; fut. κρεμήσομαι, Ar. Ach. 278 u. Sp. – Κρέμαται, = ὀκλάζει, Arat. Phaen. 65. – Vgl. auch κρημνάω u. κρήμνημι. – Adj. verb. κρεμαστός, s. unten.
-
5 κατακρέμαστος
κατα-κρέμαστος, herabhangend, aufgehängt
См. также в других словарях:
κρεμαστός — hung masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμαστός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 165 κάτ.) της Εύβοιας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νησιού, 82 χλμ. Α της Χαλκίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κονιστρών του νομού Ευβοίας. * * * ή, ό (AM κρεμαστός, ή, όν) [κρεμάννυμι] 1. αυτός που… … Dictionary of Greek
κρεμαστός — ή, ό αυτός που κρέμεται από κάπου, κρεμασμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρεμαστά — κρεμαστός hung neut nom/voc/acc pl κρεμαστά̱ , κρεμαστός hung fem nom/voc/acc dual κρεμαστά̱ , κρεμαστός hung fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμαστῶν — κρεμαστός hung fem gen pl κρεμαστός hung masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμαστόν — κρεμαστός hung masc acc sg κρεμαστός hung neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμασταῖς — κρεμαστός hung fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμασταί — κρεμαστός hung fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμαστοῖς — κρεμαστός hung masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμαστοί — κρεμαστός hung masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμαστοῦ — κρεμαστός hung masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)