-
1 αἰσθάνομαι
αἰσθάνομαι, αἰσϑήσομαι, ᾐσϑόμην (αἰσϑέσϑαι, s. unten αἴσϑομαι), ᾐσϑημαι (bei Sp., wie LXX., auch αἰσϑανϑῆναι), vgl. ἀΐω, – durch die Sinne wahrnehmen, bemerken, τινός, z. B. hören, κραυγῆς Xen. Hell. 4, 4, 4; φωνῆς Ar. Nub. 292; κηρυγμάτων Soph. El. 683; εἴτε ἄλλου παρὼν ἐπαινοῠντος ᾔσϑησαι Plat. Polit. 306 d; φωνήν Ar. Plut. 670; βοήν Soph. Ai. 1308; κτύπον Eur. Or. 1296; τῇ ἀκοῇ, mit dem Gehöre, vernehmen, Thuc. 6, 17; riechen, τῇ ὀσμῂ Xen. Mem. 3, 11, 8 Cyneg. 3, 3. Vom Sehen, Soph. Phil. 75; Xen. Cyr. 3, 2, 1. Vom Gefühl, beim μαστιγοῠν, Ar. Ran. 634. Ganz allgemein: ἀκούω ἡ τιν' ἄλλην αἴσϑησιν αἰσϑάνομαι Plat. Theaet. 192 d; ὁρᾶν, ἀκούειν καὶ τἄλλα αἰσϑ. Phaed. 75 b. Uebrtr., mit dem Geiste wahrnehmen, bemerken; mit folgender Fragepartikel, ὅσου ἐνδὲουσιν Cratyl. 432 d; πῶς ἐχεις Alc. I, 135 c; ὁποῖον λέγεις Xen. Mam. 4, 4, 13; mit ὅτι, Plat. Gorg. 518 e Conv. 202 a; Xen. An. 3, 1, 40; ᾔσϑου τὸν Ἄβυδον ὡς ἀνὴρ γεγένηται Hermipp. com. Ath. XII, 524 f; ᾔσϑετο τὸ στράτευμα ὅτι ήν An. 1, 2, 21; ψυχὴ ϑεῶν ᾔσϑηται ὅτι εἰσί Mem. 1, 4, 13; häufig c. gen. u. partic., τινὸς ὑποστενούσης Soph. El. 79; τειχιζόντων Thuc. 5, 83; ἐμοῠ ψευδομαρτυροῠντος Xen. Mem. 4, 4, 11; σοῠ φιλοῠντος Ar. Vesp. 888; mit dem bloßen gen., Soph. El. 673; ἀπειλῶν Plat. Tim. 70 b; mit acc. c. partic., τυράννους ἐμπεσόντας Aesch. Prom. 459; ἐμὲ λυπουμὲνην Ar. Plut. 1011; vgl. Soph. Phil. 443; Plat. Theaet. 144 a; öfter Thuc. u. Xen.; ῥύγχος φορῶν ὕειον ᾐσϑόμην Anaxil. Ath. III, 95 b; mit dem bloßen acc., τὰ τῶν πολεμίων Thuc. 4, 70 u. öfter; selten περί τινος, 1, 70; aber ὑπό τινος, von Einem erfahren, 5, 2; Plat. Theaet. 185 a. Absolut, οἱ αἰσϑανόμενοι, die Verständigen, Thuc. 1, 71, Schol. οἱ φρόνιμοι; vgl. Xen. Mem. 4, 1, 1; ἀγαϑῶν καὶ κακῶν, der Recht und Unrecht zu unterscheiden weiß, 4, 5, 6.
-
2 ἐκ-λάμπω
ἐκ-λάμπω, hervorleuchten, -strahlen; Aesch. Prom. 1085; ἐξέλαμψε τὸ τῆς φύσεως δίκαιον Plat. Gorg. 484 a; τὰ Κύρου ὅπλα ὥσπερ κάτοπτρον ἐξέλαμπεν Xen. Cyr. 7, 1, 2; ἔσβεσεν ἐκλάμψας ἀστέρας ἠέλιος Hel. 35 (XII, 59); ἐκ λίϑων πῠρ Arist. H. A. 3, 7; ὀμμάτων πόϑος Leon. Tar. 41 ( Plan. 182); übertr., ἐκ τῆς κραυγῆς μάλιστα ἐξέλαμψε τὸ καλεῖν τὸν βασιλέα Pol. 15, 31, 1; δι' εὐφυΐαν ἐκλάμψας Plut. Cic. 2; δόξα, Pol. oft, wie a. Sp. – Trans., leuchten lassen, anzünden, σέλας Eur. frg., wie Lycophr. 1091; πῠρ App. Syr. 56.
См. также в других словарях:
κραυγῆς — κραυγάζω bay fut ind act 2nd sg (doric) κραυγή crying fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφαϋτέω — ἀμφαϋτέω (Α) (μόνο σε τμήση) ηχώ ολόγυρα, αντηχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + αρχ. ἀϋτέω, ποιητ. τ. στον Όμηρο και καμιά φορά στους τραγικούς, που εκφράζει την έννοια τής κραυγής, και ιδιαίτερα τής πολεμικής κραυγής] … Dictionary of Greek
CAPITOLINI Agnones — instituti a Domitiano Imperatote sigulis quinque annis celbrabantur, ad exemplum ludorum Olympicorum; In iis omne genus artisicum cettabant. Citharoedi apud Iuvenal. Sat. 6. v. 387. An Capitolinam speraret Pollio quercum. Histtiones, in vet. Mscr … Hofmann J. Lexicon universale
GRANDE Sophos — acclamatio usitata olim, quâ Oratori vel Poetae ab Auditoribus applaudebatur: Σοφῶς, θείως, μεγάλως, Pulchre, bene, recte! Euge, belle! Facete, laute, lepide, nihil supra. Hor. de Arte Poet. v. 428. Clamabat enim, pulchre, bene, recte. Sidon.… … Hofmann J. Lexicon universale
VOX — contracte ex voco, φθόγγος σημαντικὸς Philosopho, sonus significativus, in brutis affectus, in homine anuni sensa, exprimit. Non enim, nisi per prosopopoeiam, ne rei, crimine admissô, posse latere se putent, etiam ipsis aedibus, in quibus id… … Hofmann J. Lexicon universale
ίακχος — (iacchus). Πλατύρρινος δενδρόβιος πίθηκος της Αμερικής, είδος ουιστιτί της οικογένειας των καλλιτριχιδών. Το ύψος του φτάνει τα 30 εκ. και η μακριά ουρά του (έως 50 εκ.) τον κάνει να μοιάζει με σκίουρο. Το κεφάλι του είναι στρογγυλό και άτριχο,… … Dictionary of Greek
ατταγάς — ἀτταγᾱς και ἀτταγήν ( ῆνος), ο (Α) 1. ονομασία διαφόρων τύπων πέρδικας 2. η πέρδικα ως φαγητό ορεκτικό 3. Ἀτταγᾱς Θεσσαλός διαβόητος για τη φαυλότητά του. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για ονοματοποιημένη λ., που δημιουργήθηκε από τον… … Dictionary of Greek
γλάρος — Κοινή ονομασία διάφορων στεγανοπόδων πτηνών της οικογένειας των λαριδών. Λέγεται και λάρος. Ο γ. έχει σώμα ατρακτοειδές και φτερούγες πολύ μακριές και μάλλον μυτερές· η ουρά του έχει μέτριες διαστάσεις, ενώ η άκρη της είναι ελαφρά στρογγυλεμένη ή … Dictionary of Greek
εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… … Dictionary of Greek
εργοδιώκτης — ἐργοδιώκτης, ὁ (Α) εργοδηγός («καὶ τῆς κραυγῆς αυτών ἀκήκοα ἀπὸ τῶν ἐργοδιωκτῶν», ΚΔ) … Dictionary of Greek
θρήνος — Πανάρχαιο είδος τραγουδιού, το οποίο εμφανίστηκε αρχικά ως έκφραση πόνου για τον θάνατο αγαπημένου προσώπου, ενώ αργότερα προσέλαβε γενικότερο χαρακτήρα και μετατράπηκε σε μέσο μαζικής έκφρασης της οδύνης για εθνικές συμφορές ή μεγάλες φυσικές… … Dictionary of Greek