-
1 κρατούμενος
η, ο заключённый, арестованный;οι πολιτικοί κρατούμενοι — политзаключённые
-
2 κρατούμενος
κρατέωto be strong: pres part mp masc nom sg (attic epic doric) -
3 κρατούμενος
pres -
4 заключённый
заключённый м о κρατούμενος политический \заключённый о πολιτικός κρατούμενος* * *мο κρατούμενοςполити́ческий заключённый — ο πολιτικός κρατούμενος
-
5 арестованный
-
6 κρατέω
κρατέω, von κράτος, Macht, Kraft haben, stark, gewaltig sein; bes. – 1) die Obergewalt haben, herr schen; oft absol.; Ἠλίδα, ὅϑι κρατέουσιν Ἐπειοί Od. 13, 275. 15, 298; ἅπας δὲ τραχύς, ὅστις ἂν νέον κρατῇ Aesch. Prom. 35; τί γὰρ πέπρωται Ζηνὶ πλὴν ἀεὶ κρατεῖν 517, öfter; ὁ κρατῶν, der Herrscher, Ag. 1649, wie Soph, οὐ τοῦ κρατοῦντος ἡ πόλις νομίζεται Ant. 734, öfter; τὰς τῶν κρατούντων ἀμαϑίας φέρειν χρεών Eur. Phoen. 396; οὐκοῦν κρατεῖ τοῦτο ἐν ἑκάστῃ πόλει τὸ ἄρχον Plat. Rep. I, 338 d, wie τί. ϑεται τοὺς νόμους ἐν τῇ πόλει ἑκάστοτε τὸ κρατοῦν, die souveräne Gewalt, Legg. IV, 714 c; κρατεῖ καὶ ἄρχει Menex. 238 d. – Auch c. gen., πάντων μὲν κρατέειν ἐϑέλει, πάντεσσι δ' ἀνάσσειν, er will mächtiger als Alle u. König sein, ll. 1, 288; ὃς μέγα πάντων Ἀργείων κρατέει, καί οἱ πείϑονται Ἀχαιοί 1, 78; νέοι γὰρ οἰακονόμοι κρατοῦσ' Ὀλύμπου Aesch. Prom. 149; κρατοῦντε τῶνδε δωμάτων Ch. 705; Ζεὺς δ' ὁ τῆςδε γῆς κρατῶν Soph. Phil. 977, öfter; Ἄργους Ὀρέστην ἔα κρατεῖν Eur. Or. 1660. – Und c. dat., μέγα κρατέεις νεκύεσσι, du bist der Erste, herrschest unter den Todten, Od. 11, 485, vgl. 16, 265; Θέτις δὲ κρατεῖ Φϑίᾳ Pind. N. 4, 50. – 2) in seiner Gewalt haben, in seine Gewalt bekommen, sich bemächtigen; τοῦδε γὰρ κἀγὼ κρατῶ, denn das habe auch ich in meiner Gewalt, Soph. O. R. 409, öfter; μηδ' ἵν' ἂν σαυτοῦ κρατῇς O. C. 406; εἴ τοι κρατοῦσι παῖδες Αἰγύπτου σέϑεν Aesch. Suppl. 382; ἐκ δὲ τῆς μάχης τῶν νεκρῶν ἐκράτησαν οἱ Σκύϑαι Her. 4, 111; γῆς Thuc. 3, 6; ναυσὶ τῆς τε ϑαλάττης ἐκράτει καὶ τῶν νήσων Plat. Menex. 239 e; ὄρους Xen. An. 7, 3, 3; auch von Menschen, fangen, 4, 7, 16; Folgde. – Auch c. accus., τοίγαρ τὸ σὸν ϑάκημα καὶ τοὺς σοὺς ϑρόνους κρατοῦσιν Soph. O. C. 1383, wie πάντα μὴ βούλου κρατεῖν 1522; behaupten, vertheidigen, κέρατα ὄρους, ἃ κρατεῖν κατέχοντες καὶ πάνυ ὀλίγοι δύναιντ' ἄν Xen. An. 5, 6, 7. – Auch = befehlen, Aesch. Ag. 10; αἰσχρὰ τῷ νόμῳ κρατούμενα Ar. Av. 755, d. i. was das Gesetz verbietet od. bestraft. – 3) die Obergewalt haben, übertreffen, besiegen; absol., ἐκράτησε Ζεὺς ἀγοραῖος Aesch. Eum. 390; Ggstz ἡττᾶσϑαι, Spt. 498; ἁλόντες καὶ κρατήσαντες Ag. 315; dem νικᾶν entsprechend, Xen. An. 3, 2, 39; oft bei Pind. = in den Kampfspielen den Sieg davontragen, πάλᾳ, ἱπποδρομίᾳ, Ol. 8, 20 I. 3, 13; τὸ κρατοῦν, die siegende Partei, D. Hal. 6, 62, wie οἱ κρατοῠντες, die Sieger, Xen. An. 3, 2, 26 u. öfter. – Auch c. gen., δυοῖν κρατήσας ἔληξε δαίμων Aesch. Spt. 939; κρατήσω τῶν ἔμ' ἐκβεβληκότων Soph. O. C. 652; so auch A.; ἐκράτησαν τῶν Ἑλλήνων γυμνήτων Xen. An. 3, 4, 26. – Auch c. accus., Pind. P. 4, 245; βύβλου δὲ καρπὸς οὐ κρατεῖ στάχυν Aesch. Suppl. 742; δεσπότην Eur. Alc. 490; ἐχϑρόν Ar. Av. 419; in Prosa, κρατεῖ ὁ τῆς ἡδονῆς βίος τὸν τῆς φρονήσεως Plat. Phil. 11 e; τοὺς ἐν τῇ Εὐρώπῃ Θρᾷκας, ἐφ' οὓς ἐστρατεύεσϑε, κρατήσαντες Xen. An. 7, 6, 32. – Pass.; κρατηϑεὶς ἐκ φίλων ἀβουλίαις Aesch. Spt. 750; εἴπερ κρατηϑείς γ' ἀντινικῆσαι ϑέλεις Ch. 492; κρατηϑῆναι ὑπὸ μηδενός Plat. Prot. 352 c; κρατούμενος ὑφ' ἡδονῶν ibd.; ὑπὸ γέλωτος Rep. III, 388 e. – Griech. accus., κρατεῖν τὸν ἀγῶνα Dem. 21, 18, wie τὴν μάχην (die Lesart schwankt) D. Sic. 18, 30, im Kampfe siegen; gewöhnlicher τῇ μάχῃ τοὺς Σικανούς, Thuc. 6, 2, τῇ γνώμῃ Her. 9, 42. – Bei den Medic. = die Speisen überwältigen, verdauen, vgl. Ath. II, 54 b; τῆς τροφῆς μὴ κρατηϑείσης Plut. Symp. 3, 6, 2. – 41 ohne Casus, Rechtbehalten, haben; ὁ μὴ πειϑόμενος κρατεῖ, wer es nicht glaubt, hat Recht, Plat. Phaedr. 272 a. Dah. durch dringen, sich geltend machen; λόγος κρατεῖ σαφηνής Aesch. Pers. 724, das Wort geht in Erfüllung; φάτις πολλὴ κρατεῖ Suppl. 290; ὥςπερ ἡ φάτις κρατεῖ Soph. Ai. 957; νόμιμα δὲ τὰ Χαλκηδονικὰ ἐκράτησεν, die gesetzlichen Einrichtungen blieben in Kraft, Thuc. 6, 5; vgl. 1, 71; κρατεῖ φήμη, δόξα, Pol. 9, 26, 11 Plut. C. Graech. 1. – Auch vom Pfropfreis, Senkling, verpflanzten Baum, fortgehen. – Bei den K. S. sind οἱ κρατοῦντες die Christen.
-
7 κρατεω
(impf. iter. κρατέ(ε)σκον, дор. part. aor. κρατήσαις)1) быть мощным, обладать силой(μέγα κρατέων ἤνασσεν, sc. Ἀχιλλεύς Hom.)
ὅταν μάλιστα κρατῇ ὅ ἥλιος Arst. — когда солнце сильнее всего печет;ἕως ἂν κρατῇ ἥ κίνησις Arst. — пока продолжается движение2) править, управлять, тж. господствовать, властвовать(Ἦλις, ὅθι κρατέουσιν Ἐπειοί Hom.; τί γὰρ πέπρωται Ζηνὴ πλέν ἀεὴ κρατεῖν; Aesch.)
κ. Ἀργείων Hom. — царствовать над аргивянами;κ. ἀνδράσι καὴ θεοῖσι Hom. — властвовать над людьми и богами;ὅ κρατῶν Soph. — правитель, хозяин;ἥ κρατοῦσα Aesch. — госпожа, хозяйка3) иметь право(τοῦ ἀντιλέξαι Soph.)
4) овладевать, захватывать(τῆς ἀρχῆς Her.; πᾶσαν αἶαν Aesch.; τῆς θαλάττης Plat.)
5) схватывать(τινα и τι χειρός τινος NT.)
6) усваивать, переваривать(τροφέ κρατηθεῖσα Plut.)
7) держать в своей власти, владеть, занимать(κέρατα τοῦ ὄρους Xen.)
8) держать(χειρί τι Batr.; τινα Polyb.; τι ἐν τῇ δεξιᾷ NT.)
9) удерживать, задерживать(τι NT.)
10) управлять, владеть, сдерживать(ἡδονῶν καὴ ἐπιθυμιῶν Plat.)
κ. ἑαυτοῦ Luc. — владеть собой11) получать или иметь перевес, брать верх, одолевать, побеждать(ἱπποδρομίᾳ Pind.; τῇ μάχῃ Eur. и τέν μάχην Diod.; ἀγῶνα Dem.; τῶν ἐναντίων Arst.; τῶν πολεμίων Plut.)
ὅ κρατῶν Xen. — победитель;ὅ κρατούμενος Arst. — побежденный;οἱ Ἀθηναῖοι πολλῷ ἐκράτησαν Her. — афиняне одержали решительную победу;ἐκράτεε τῇ γνώμῃ Her. — его мнение одержало верх;τῆς διαβολῆς κρατήσειν μετὰ τοῦ ἀληθοῦς Lys. — опровергнуть клевету истиной;κρατεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἡδονῶν Plat. — предаваться наслаждениям;δόξαντες τῆς προθέσεως κεκρατηκέναι NT. — полагая, что их желание исполнилось12) добиться, настоять13) входить в силу, крепнуть, укореняться(νόμιμα τὰ Χαλκιδικὰ ἐκράτησεν, sc. ἐν τῇ Ἱμέρᾳ Thuc.)
κρατεῖ φήμη Polyb. — распространяется слух14) быть правымὁ μέ πειθόμενος κρατεῖ Plat. — кто не поверит (неумелому оратору), будет прав
15) твердо держаться (чего-л.), следовать (чему-л.), соблюдать16) impers. быть лучшим -
8 арест
арестм1. ἡ σύλληψη [-ις], ἡ κράτηση[-ις]:взять под \арест συλλαμβάνω, φυλακίζω; находиться под \арестом εὐρίσκομαι ὑπό κράτησιν, εἶμαι κρατούμενος;2. юр. (имущества и т. ἡ.) ἡ κατάσχεση [-ις]:наложить \арест на что́-л. κατάσχω. -
9 арестант
арест||а́нтм уст. ὑ κρατούμενος, ὁ φυλακισμένος. -
10 арестованный
арест||ованныйм ὁ συλληφθείς, ὁ κρατούμενος. -
11 заключенный
заключенный1. прич. от заключить·2. м ὁ κρατούμενος, ὁ φυλακισμένος, ὁ κατάδικος:политический \заключенный ὁ πολιτικός κατάδικος. -
12 политзаключенный
политзаключенныйм (политический заключенный) ὁ πολιτικός κρατούμενος. -
13 πολιτικός
η, ό[ν] 1.1) прям., перен. политический;πολιτική γεωγραφία (οίκονομία) — политическая география (экономия);
πολιτικοί άνδρες — политические деятели;
πολιτικό γραφείο — политбюро;
πολιτικός θάνατος — политическая смерть;
πολιτικός κρατούμενος — или πολιτικ κατάδικος юр. — политический заключённый;
πολιτικό αδίκημα ( — или εγκλημα) — политическое преступление;
2) гражданский (в разн. знач); штатский;πολιτικά δικαιώματα — гражданские права;
πολιτική αγωγή юр. — гражданский иск;
πολιτικός γάμος — гражданский брак;
πολιτική άμυνα — гражданская оборона;
ντυμένος πολιτικά — одетый в штатское, в гражданской одежде;
πολιτικός μηχανικός — инженер по гражданскому строительству;
3) дипломатичный; политичный (разг);πολιτικώτατη απάντηση — очень политичный ответ;
2. (ο) политик, политический деятель -
14 detainee
noun (a person who is detained (by the police etc).) κρατούμενος -
15 political prisoner
(a person who has been imprisoned for political reasons and not for any crime.) πολιτικός κρατούμενος -
16 заключённый
[ζακλγιουτσιόννυϊ] επ. κρατούμενος φυλακισμένος -
17 заключённый
[ζακλγιουτσιόννυϊ] επ κρατούμενος φυλακισμένος -
18 арест
-а α.1. σύλληψη, πιάσιμο•-ы коммунистов συλλήψεις κομμουνιστών•
взять под -συλλαμβάνω, πιάνω•
сидеть под арест κάθομαι (είμαι) κρατούμενος•
ночью произведены -ы τη νύχτα έγιναν συλλήψεις.
2. κατάσχεση•на имущество κατάσχεση περιουσίας•
наложить арест κατάσχω.
-
19 арестованный
-ая, -ое ουσ. από μτχ. συλλφθείς, -σακρατούμενος, -η. -
20 заключённый
ουσ. από μτχ. κρατούμενος, φυλακισμένος, κατάδικος, εγκάθειρκτος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κρατούμενος — η, ο ο φυλακισμένος προσωρινά, χωρίς δικαστική απόφαση ή βούλευμα ή έκδοση εντάλματος για σύλληψη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρατούμενος — κρατέω to be strong pres part mp masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PATRUM Canones — dictus Codex Canonum, Graece Βίβλος Κανόνων, alias Corpus Canonum, item Corpus Codicis Canonum; Post tempora enim Synodi Nicaenae primae, Ecclesia duplici iure uti coepit, divinâ, quod in S. Literis et canonicô, quod in Canonum Codice… … Hofmann J. Lexicon universale
-ούμενος — κατάλ. παθ. μτχ. τής Νέας Ελληνικής που σχηματίστηκε αναλογικά προς τις αρχ. μτχ. τών συνηρημένων ρημάτων σε έω και όω (πρβλ. δηλούμενος, κρατούμενος).Παραδείγματα παθ. μτχ. σε ούμενος: αυξομειούμενος, βρισκούμενος, γραμματιζούμενος,… … Dictionary of Greek
δραπέτης — ο (θηλ. δραπέτισσα και δραπέτις, η) (AM δραπέτης θηλ. δραπέτις, η) 1. κρατούμενος, φυλακισμένος, δούλος κ.λπ., που έφυγε κρυφά, φυγάς 2. μτφ. αυτός που προσπαθεί να αποφύγει το καθήκον του νεοελλ. 1. κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας ευκνημίδες 2 … Dictionary of Greek
κατοκώχιμος — κατοκώχιμος, η, ον (ΑΜ) [κατοκωχή] αυτός που μπορεί να καταληφθεί εύκολα από κάποιο αίσθημα ή πάθος, ευάλωτος («κατοκώχιμος ἐκ τῆς ἀρετῆς», Αριστοτ.) αρχ. 1. ο κρατούμενος ως εγγύηση 2. μανιώδης, έξαλλος («κατοκώχιμα πάντα καὶ φρικώδη», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… … Dictionary of Greek
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
μαρτυρώ — άω και έω (AM μαρτυρῶ, έω) [μάρτυρας] 1. δίνω μαρτυρία για κάτι, πιστοποιώ, βεβαιώνω 2. καταθέτω ως μάρτυρας ευμενώς ή δυσμενώς («πάντες ἐμαρτύρουν αὐτῷ καὶ ἐθαύμαζον ἐπὶ τοῑς λόγοις τῆς χάριτος», ΚΔ) 3. υφίσταμαι βασανιστήρια ή μαρτυρικό θάνατο… … Dictionary of Greek
ποινικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποινή, η οποία επιβάλλεται για κολάσιμη πράξη 2. (ειδικά) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα αδικήματα για τα οποία επιβάλλονται ποινές από τα δικαστήρια 3. το αρσ. ως ουσ. ο ποινικός ο κρατούμενος στη … Dictionary of Greek
σιδηρόδεσμος — η, ο / σιδηρόδεσμος, ον, ΝΑ αυτός που φέρει σιδερένια δεσμά, σιδηροδέσμιος νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) κρατούμενος, φυλακισμένος 2. το αρσ. ως ουσ. ο σιδηρόδεσμος κάθε σιδερένιο τεμάχιο που χρησιμεύει για τη σύνδεση δύο μερών μιας κατασκευής, η… … Dictionary of Greek