-
1 κρασί
κρᾱσί, κράςhead: fem dat pl (epic) -
2 κρασί
wineΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κρασί
-
3 κάρη
κάρη (Att. κάρᾶ), gen. κάρητος, καρήατος, κρᾶτός, κράατος, dat. similarly, acc. κάρη, κρᾶτα, pl. καρήατα, κρᾶτα, κράατα, dat. κρᾶσί, κράτεσφι: head, of men or animals; also of a poppy, mountain-peaks, the head of a harbor, Il. 8.306, Il. 20.5, Od. 9.140. For κρῆθεν, see κατάκρηθεν.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κάρη
-
4 κεράννυμι
Grammatical information: v.Meaning: `mix, mix up' esp. of wine with water, `temper' (of the climate etc.) (Com., Hyp.)Other forms: also κεραννύω (Com., Hyp.), κεραίω (Ι 203, Delph. Va), κεράω (Od.; subj. κέρωνται Δ 260), κίρνημι, - νάω (Od.), aor. κεράσ(σ)αι (Il.), also ( ἐπι-)κρῆσαι (η 164, Hp.), pass. κρᾱθῆναι, κρηθῆναι (IA), also κερασθῆναι (Att.), perf. med. κέκρᾱμαι, - κρη- (Sapph., Pi., IA), also κεκέρασμαι (Arist.), fut. κερῶ (Att.), κεράσω (Them.), pass. κρᾱθήσομαι (Att.),Dialectal forms: Myc. karateraCompounds: also with prefix, esp. συν-Derivatives: A. Of κρᾱ- ( κρη-): 1. κρᾶσις, κρῆσις ( σύγκρ. etc.) `mix' (IA) with *κρᾱσίον \> ModGr. κρασί `wine' (Kretschmer Glotta 15, 64f., Hatzidakis ib. 139f.; on the meaning of κρᾶσις s. Den Dulk Κρᾶσις. Bijdrage tot de Grieksche Lexicographie. Diss. Leiden 1934). 2. κρᾶμα (rarely also κράμμα after βάμμα a. o.), Ion. κρῆμα `mix, alloy', also `mixed wine' (Ion. hell.) with κραμάτιον (Dsc.) and κραμ(μ)άτινος `consisting of an alloy' (pap.). 3. κρᾱτήρ, κρητήρ m. "mixer", `mixing bowl', also metaph., `Krater' (Il.; on the meaning Brommer Herm. 77, 359 a. 366) with κρατηρία `id.' (Dsc.; Scheller Oxytonierung 54) and the diminutiva κρατήριον, κρη- (Hp.), κρατηρ-ίδιον (Boeot., J.), - ίσκος (Delos IIIa, Ath.); κρατηρίζω "drink a bowl", `intoxicate oneself' (Sophr., D.; cf. Wackernagel Glotta 14, 52f. = Kl. Schr. 2, 860f.). 4. compounds like ἄ-κρᾱ-τος (- η-) `unmixed' (Il.), αὑτο-κρη-ής "mixed with itself", i. e. `unmixed' (Nic. Al. 163), αὑτό-κρας `id.' (Poll.). - B. Of κερᾰ-: κατα-κέρασις `mixing (with water)' (Arist.), κέρασμα `id.' (hell.), συγ-κερασμός `id.' (gloss.), κεραστός ( εὑ-, ἐγ-κέρ.) `mixed' (D. H., Plu., APl.), κεραστής `mixer' (Orph.), ἐπι-, κατα-κεραστικός `causing a (real) mix' (medic.), μετά-κερας adj. n. `tempered, lukewarm' (Com.), αὑτό-κερας, also as adv. `unmixed' (Poll., Phryn.; cf. αὑτοκρηής). S. also on 2. ἀκήρατος. In the meaning `unxed' ( οἶνος; Dsc. 5, 6, 10) ἀκέραιος is a reinterpretation of ἀκέραιος `undamaged'; s. on 1. ἀκήρατος.Origin: IE [Indo-European] [582] *ḱerh₂- `mix;Etymology: With the verbal adjective (ἄ)-κρᾱτος agrees Skt ptc. ā́-śīr-ta- `mixed'; both Gr. κρᾱ-, κρη- and Skt. śīr- represent the zero grade of a disyll. root. This root is seen in κερά-σαι (beside analogical κεράσ-σαι); (there is no Skt. *á-śari-ṣam). Nasal presents are Skt. śrī-ṇā́-ti and κίρ-νη-μι; both forms however are renewed or reshaped. An IE. *ḱr-nā-ti should have been Skt. *śr̥-ṇā́-ti (seen in the homonymous word for `break'), and Gr. *κάρ-νη-σι; the ι in κίρνημι is rather innovation after the reduplicating presents τίθημι, γίγνομαι etc. than old reduced grade. - To old κερά-σαι came the innovations κεραίω, κεράω, κεράννυμι (Schwyzer 676, 681, 697) just like κερῶ, κεράσω, κερασθῆναι, κεκέρασμαι (both with analogical σ); old(er) were κρᾱ-θῆναι, κέ-κρᾱ-μαι (like βλη-θῆναι, βέ-βλη-μαι a. o.). - Another system is provided by Oldiranian in the also semantically deviating Av. sar- `unite' (which must perhaps be separated; Gonda Acta Or. 14, 201; s. also Wackernagel-Debrunner KZ 67, 174 = Kl. Schr. 1, 390) - Further Pok. 582.Page in Frisk: 1,824-825Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κεράννυμι
См. также в других словарях:
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
κρασί — το 1. οίνος. 2. φρ., «Bάλε νερό στο κρασί σου», να μετριάσεις τις αξιώσεις σου. 3. η παροιμία «κρασί σε πίνω για καλό κι εσύ με πας στον τοίχο» λέγεται γι αυτούς που μεθάνε και παραπαίουν ή κάνουν κακές πράξεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρασί — κρᾱσί , κράς head fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηφάλιος — α, ο (Α νηφάλιος, ία, ον, θηλ και ος) 1. αυτός που δεν έχει πιει, εγκρατής στο ποτό, ιδίως στο κρασί, ξεμέθυστος 2. μτφ. αυτός που έχει πνευματική διαύγεια, καθαρή σκέψη, ήρεμος, ψύχραιμος, συνετός αρχ. 1. (για ποτό) αυτός που δεν έχει αναμιχθεί… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
αξία — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα, όπου σημαίνει τη σημασία που ο άνθρωπος αποδίδει σε ένα αγαθό. Η θεωρία της α. αποτέλεσε για πολύ καιρό ένα από τα θεμελιώδη σημεία της πολιτικής οικονομίας, επειδή οι οικονομολόγοι πίστευαν πως… … Dictionary of Greek
οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
οινίζω — (I) οἰνίζω (Α [οίνος] 1. μοιάζω με κρασί, έχω γεύση, οσμή ή χρώμα κρασιού 2. μέσ. οἰνίζομαι α) παίρνω κρασί με ανταλλαγή, ανταλλάσσω κάτι με κρασί («οἰνίζοντο... Ἀχαιοὶ ἄλλοι μὲν χαλκῷ ἄλλοι δ αἴθωνι σιδήρῳ», Ομ. Ιλ.) β) αγοράζω κρασί («οἶνον… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
ευοίνιστος — εὐοίνιστος, ον (Α) αυτός που τελείται με καλό κρασί ή που παρασκευάζεται από καλό κρασί («εὐοινίστοις ἐπιλοιβαῑς» με σπονδές από καλό κρασί, Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οινίζω «μοιάζω με κρασί»] … Dictionary of Greek