-
1 κοῖτος
κοῖτος, ὁ, = κοίτη, Lager, Bett, Schlafengehen; κοίτοιο μεδώμεϑα Od. 3, 333; οἱ δ' ἐπὶ κοῖτον ἐσσεύοντο 14, 455, vgl. 19, 510; der Schlaf, αὐτὰρ ἐπὴν νὺξ ἔλϑῃ ἕλῃσί τε κοῖτος ἕκαστον 515, wie Hes. O. 572; Pind. P. 2, 36; κοῖτον ἰαύει Eur. Rhes. 740; κοῖτον ποιεῖσϑαι, sich zu Bette legen, Her. 7, 17; παρέσται ἐς κοῖτον 7, 9; sp. D.
-
2 κοίτος
-
3 κοῖτος
-
4 κοιτος
ὅ1) ложеκοίτοιο μεδώμεθα Hom. — подумаем о сне
2) ночной покойἐπέν νὺξ ἔλθῃ ἕλῃσί τε κ. ἄπαντας Hom. — когда придет ночь, и сон объемлет всех;
κοῖτον ποιέεσθαι Her. — ложиться спать;κοῖτον ἰαύειν Eur. — спать -
5 κοῖτος
A resting-place, bed,κοίτοιο μεδώμεθα Od.3.334
, cf. 2.358;οἱ δ' ἐπὶ κοῖτον ἐσσεύοντο 14.455
; στυγερὸς δ' ὑπεδέξατο κ., of birds, 22.470; stall, fold, Arat.1116; ἀπάγειν ἐπὶ κοῖτον pen, Longus 1.8.II sleep,ἐπὴν νὺξ ἔλθῃ, ἕλῃσί τε κ. ἅπαντας Od.19.515
; κοίτοιο ὥρη bed-time, ib. 510; ἐπ' ἠόα κ. lying abed till dawn, Hes.Op. 574; τὸν ὑπασπίδιον κοῖτον ἰαύειν sleep under arms, E.Rh. 740 (lyr.); κ. ποιεεσθαι go to bed, Hdt.7.17;ἐς κ. παρεῖναι Id.1.9
. -
6 κοῖτος
κοῖτος: night's rest, sleep, then resting-place, Od. 22.470.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κοῖτος
-
7 κοῖτος
κοῖτος, ὁ, Lager, Bett, Schlafengehen; κοῖτον ποιεῖσϑαι, sich zu Bette legen -
8 πρό-κοιτος
πρό-κοιτος, vorn od. vor dem Hause schlafend od. Wache haltend, excubitor, Pol. 11, 5 u. Sp.
-
9 παρά-κοιτος
παρά-κοιτος, daneben schlafend oder liegend, D. Sic. 5, 32 u. a. Sp., wie LXX.
-
10 πετρό-κοιτος
πετρό-κοιτος, im Felsen liegend, schlafend, Simmias Ov.
-
11 σύγ-κοιτος
σύγ-κοιτος, Bettgenosse; ὕπνον, σύγκοιτον γλυκύν, Pind. P. 9, 23; Ar. bei Poll. 6, 158; sp. D.
-
12 χαμαί-κοιτος
-
13 κατά-κοιτος
κατά-κοιτος, im Bette ruhend, ἔρος Ibyc. 1 bei Ath. XIII, 601 b.
-
14 εὐ-προς-ωπό-κοιτος
εὐ-προς-ωπό-κοιτος, τύχη, mit heiterem Antlitz ruhend, Aesch. Ch. 963, nach Herm. conj. für εὐπροςώπῳ κοίτᾳ.
-
15 δυς-κολό-κοιτος
δυς-κολό-κοιτος, μέριμνα Ar. Nubb. 419, hart bettend, d. i. unruhigen Schlaf bereitend.
-
16 δύς-κοιτος
δύς-κοιτος, ein schlechtes Lager gewährend, Aristaen. 2, 7.
-
17 μονό-κοιτος
μονό-κοιτος, allein schlafend, Schol. Lycophr. 958.
-
18 ἀπό-κοιτος
ἀπό-κοιτος ( κοίτη), außerhalb des Hauses, entfernt schlafend, τῶν συσσίτων Aesch. 2, 127; Luc. Abdic. 21; παρά τινος Deor. D. 10. 2.
-
19 ὀρεσί-κοιτος
ὀρεσί-κοιτος, auf den Bergen sein Lager habend, auf den Bergen wohnend, bei Hesych. Erkl. von ὀρεςκῷος.
-
20 ὀψί-κοιτος
ὀψί-κοιτος, spät schlafend, ὄμματα, Aesch. Ag. 863.
См. также в других словарях:
κοίτος — κοῑτος, ὁ (Α) 1. τόπος για κατάκλιση, κοίτη, κλίνη, κρεβάτι («ὄφρα Ποσειδάωνι... σπείσαντες κοίτοιο μεδώμεθα», Ομ. Οδ.) 2. (για πτηνά) μέρος για κούρνιασμα 3. μάντρα, στάβλος 4. ύπνος («αὐτάρ ἐπήν νύξ ἔλθη ἕλῃσί τε κοῑτος ἅπαντας», Ομ. Οδ.) 5. η… … Dictionary of Greek
κοῖτος — resting place masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοῖτοι — κοῖτος resting place masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάκοιτος — η, ο (AM κατάκοιτος, ον) νεοελλ. μσν. αυτός που μένει ξαπλωμένος στο κρεβάτι από κάποια αρρώστια, κρεβατωμένος αρχ. αυτός που αναπαύεται στο κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κοιτος (< κοίτη ή κοῖτος), πρβλ. από κοιτος, πρό κοιτος] … Dictionary of Greek
λαθραιόκοιτος — λαθραιόκοιτος, ὁ (Α) μοιχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθραῖος + κοιτος (< κοίτη ή κοῖτος), πρβλ. αγλαό κοιτος, κατά κοιτος] … Dictionary of Greek
ημερόκοιτος — ἡμερόκοιτος, δωρ. τ. ἁμερόκοιτος, ον (Α) (για κλέφτες ή για νυχτερίδες) αυτός που κοιμάται την ημέρα για να μπορεί να κλέβει κατά τη νύχτα («μή ποτε σ ἡμερόκοιτος ἀνήρ ἀπὸ χρήμαθ ἕληται», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + κοιτος (< κοίτη),… … Dictionary of Greek
ηώκοιτος — ἠώκοιτος, ό (Α) φρ. «ἠώκοιτος ὕπνος» πρωινός ύπνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηώς + κοιτος (< κοίτη) πρβλ. ά κοιτος, ομό κοιτος] … Dictionary of Greek
απόκοιτος — ἀπόκοιτος, ον (Α) 1. αυτός που δεν κοιμάται πλέον στο σπίτι του 2. όποιος έχει απομακρυνθεί ή αποξενωθεί από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + κοιτος < κοίτος «κλίνη, κρεβάτι» (πρβλ. κατάκοιτος, οψίκοιτος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
δεξιοκοιτώ — δεξιοκοιτῶ ( έω) (Α) κοιμάμαι στο δεξί πλευρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + κοιτώ < κοιτος < κοίτος «κλίνη, κρεβάτι»] … Dictionary of Greek
κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί … Dictionary of Greek
λαθροκοιτώ — λαθροκοιτῶ, έω (Μ) συνευρίσκομαι κρυφά και παράνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάθρα + κοιτῶ (< κοιτος < κοίτη ή κοῖτος), πρβλ. παρα κοιτώ, χαμαι κοιτώ] … Dictionary of Greek