-
1 κούκος
ο фуражка, кепка -
2 κούκος
[кукос] ουσ. а. кукушка,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κούκος
-
3 κούκος
[кукос] ουσ α кукушка. -
4 Ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη
– Μ' ένα κερί δε γίνεται Ανάσταση• Одна ласточка весны не делаетИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη
-
5 Ένας κούκος δε φέρνει την Άνοιξη
• Одна кукушка – это ещё не веснаИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ένας κούκος δε φέρνει την Άνοιξη
-
6 κούκκος
ο1) кукушка; 2) перен. дурак, болван; 3) см. κούκος;§ τρείς κι' ο κούκκος ирон. — полтора человека;
μένω κούκκος — остаться в одиночестве или одиноким;
κοστίζει ο κούκκος αηδόνι — обходиться очень дорого;
τον εχουνε στού κούκκου το σημάδί — они на него косо поглядывают;
ένας κούκκος δεν φέρνει την ανοιξη — погов, одна ласточка не делает весны
-
7 στοιχίζω
αμετ.1) стоить, обладать стоимостью;στοιχίζει ακριβά — стоить дорого;
στοιχίζει ο κούκος αηδόνι — платить втридорога;
2) перен. обходиться, стоить;στοιχίζει πολύ — обходиться дорого;
η νίκη μας στοίχισε πολύ победа нам дорого обошлась;3) ставить в один ряд, линию, шеренгу;§
δεν τού στοιχίζει τίποτε να... — ему ничего не стоит... -
8 τρείς
-
9 Ένα χελιδόνι δεν κάνει την άνοιξη
– Μ' ένα κερί δε γίνεται Ανάσταση• Одна ласточка весны не делаетИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ένα χελιδόνι δεν κάνει την άνοιξη
-
10 Μ' ένα κερί δε γίνεται Ανάσταση
– Μ' ένα κερί δε γίνεται Ανάσταση• Одна ласточка весны не делаетИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μ' ένα κερί δε γίνεται Ανάσταση
См. также в других словарях:
κούκος — Κοινή ονομασία πτηνών της οικογένειας των κοκκυγιδών (cuculidae), της τάξης των κοκκυγιομόρφων. Η οικογένεια περιλαμβάνει 129 είδη με παγκόσμια εξάπλωση· ορισμένα είδη ζουν στα δάση της Ευρώπης, απ’ όπου αποδημούν κατά τα τέλη του καλοκαιριού… … Dictionary of Greek
κούκος — ο 1. τοπουλί κούκος: Ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη (παροιμ.). 2. ο ολομόναχος, έρημος. 3. μωρός, ανόητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Manolis Xexakis — Born 1948 Rethymnon, Greece Occupation poet, prose writer Nationality Greek Period 1977– Manolis Xexakis (Greek: Μανόλης Ξεξάκης … Wikipedia
Liste griechischer Phrasen/My — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη … Deutsch Wikipedia
Metanoeite — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη … Deutsch Wikipedia
Störe meine Kreise nicht! — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη … Deutsch Wikipedia
αηδόνι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαναρίου. * * * το, η [(AM ἀηδών, όνος, η Μ και αρσενικό ἀηδών, ο)] 1. το γνωστό ωδικό πτηνό νεοελλ. 1. (για… … Dictionary of Greek
κοστίζω — (Μ κοστίζω και κουστίζω) (για πράγματα) αντιπροσωπεύω ένα ορισμένο χρηματικό ποσό, στοιχίζω, έχω τόση αξία, τιμώμαι («η επίπλωση τού σπιτιού τού κόστισε δύο εκατομμύρια») νεοελλ. 1. (για γεγονότα) προξενώ ζημιά ή θλίψη (α. «μάς κόστισε ακριβά η… … Dictionary of Greek
κούκα — η (Μ κούκα) είδος καλύμματος τού κεφαλιού, κούκος, σκούφος νεοελλ. 1. το κεφάλι 2. ο νους. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. συνδέεται με τις λ. καύκαλο, καυκί. Ο τ. με σημ. «σκούφος» πιθ. < κουκούλα» < cuculla] … Dictionary of Greek
κούκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ., 35 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νομού, στις ανατολικές πλαγιές των ορέων Νότιας Πίνδου Αγράφων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αργιθέας. 2. Ημιορεινός… … Dictionary of Greek
κόκκυ — (Α) 1. κούκου, η φωνή τού κόκκυγα, τού κούκου 2. (ως επιφών.) εμπρός, γρήγορα («κόκκυ, μεθεῑτε» εμπρός, γρήγορα, αφήστε, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ τ. *kuku (που οφείλεται σε ονοματοποιία από μίμηση τής φωνής τού κούκου), προήλθε από… … Dictionary of Greek