Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κουμπώνω

См. также в других словарях:

  • κουμπώνω — κουμπώνω, κούμπωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κουμπώνω — [κουμπί] 1. προσαρμόζω κουμπί στην οπή του 2. μέσ. κουμπώνομαι α) κλείνω το φόρεμά μου με κουμπιά β) μτφ. γίνομαι διστακτικός, έχω αμφιβολίες, γίνομαι απρόθυμος, κλείνομαι στον εαυτό μου …   Dictionary of Greek

  • κουμπώνω — κούμπωσα,  κουμπώθηκα,  κουμπωμένος, συνδέω με κουμπί, θηλυκώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουμπώνομαι — κουμπώνομαι, κουμπώθηκα, κουμπωμένοςβλ. πίν. 4 Σημειώσεις: κουμπώνομαι : σπάνια χρησιμοποιείται ως παθητικό του κουμπώνω. Συνήθως σημαίνει → κουμπώνω το ρούχο μου ή δείχνω επιφυλακτικότητα, καχυποψία …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ακούμπωτος — η, ο αυτός που δεν είναι κουμπωμένος, ξεκούμπωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κουμπωτός < κουμπώνω] …   Dictionary of Greek

  • εκστέλλω — ἐκστέλλω (Α) 1. διακοσμώ, καρφώνω, κουμπώνω το φόρεμα με πόρπη για διακόσμηση ή απλή συγκράτηση 2. στέλνω πίσω, εξαποστέλλω …   Dictionary of Greek

  • εμπορπώ — ( άω) (Α ἐμπορπῶ, άω, ιων. τ. ἐμπορπέω) 1. στερεώνω το ρούχο με πόρπη ή περόνη στον ώμο, συγκρατώ, κουμπώνω 2. μέσ. φορώ ρούχα κουμπωμένα με πόρπη στον ώμο («ἐμπεπορπημένος διπλᾱ τὰ ἱμάτια» που είχε φορέσει αναδιπλωμένο και συγκρατημένο με πόρπη… …   Dictionary of Greek

  • θηλειάζω — και θηλιάζω και θελιάζω [θηλειά] 1. κάνω θηλειά, φτιάχνω βρόχο 2. κουμπώνω, θηλυκώνω 3. (εσφ. γρφ τού θυλλιάζω) φυλλιάζω*, μπολιάζω, κεντρώνω …   Dictionary of Greek

  • θηλυκώνω — 1. κουμπώνω 2. (για ρούχα) συνδέω τα δύο αντίστοιχα μπροστινά άκρα βάζοντας στις θηλειές τού ενός τα κουμπιά ή τις αγκιστρώδεις πόρπες τού άλλου 3. (για θύρες ή παράθυρα) κάνω θηλύκωμα, ταιριάζω τους ρεζέδες 4. περιτυλίγω κάτι με ύφασμα ή χαρτί κ …   Dictionary of Greek

  • καθαμματίζω — (Α) [κάθαμμα] σχηματίζω κόμπο, κουμπώνω, δένω …   Dictionary of Greek

  • καταπερονώ — καταπερονῶώ, άω (Α) (επιτ. τ. τού περονώ) συνδέω με την περόνη, συναρμόζω, συνάπτω, κουμπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + περονῶ «διατρυπώ» (< περόνη)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»