-
1 κουμπώνω
[кумбоно] р. застегивать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κουμπώνω
-
2 пристегнуть
κουμπώνω, θηλυκώνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пристегнуть
-
3 застёгивать
застёгивать, застегнуть κουμπώνω, θηλυκώνω \застёгиваться κουμπώνομαι* * *= застегнутьκουμπώνω, θηλυκώνω -
4 пристёгивать
пристёгивать, пристегнуть κουμπώνω; \пристёгивать ремни безопасности βάλλω (или δένω) τη ζώνη ασφάλειας* * *= пристегнутьпристёгивать ремни́ безопа́сности — βάλλω ( или δένω) τη ζώνη ασφάλειας
-
5 застегивать
застегиватьнесов, застегнуть сов κουμπώνω, κομβώνω / πιάνω μέ τήν κόπιτ-σα (на крючки)/ θηλυκώνω (на пряжку). -
6 крючок
крючокм1. ὁ γάντζος/ τό ἀγκίστρι, τό ἄγκιστρον (рыболовный)/ ἡ κόπιτσα, ἡ κόπτσα, ἡ ἀγκράφα, ἡ πόρπη (на платье):застегну́ть на \крючок κουμπώνω τίς ко-πίτσες· 2.:спусковой \крючок воен. ἡ σκανδάλη·3. перен (о человеке) разг уст. см. крючкотвор. -
7 пристегивать
пристегиватьнесов, пристегнуть сов κουμπώνω, θήλυκώνω. -
8 пряжка
пряжк||аж τό θηλυκωτήρι, ἡ πόρπη, ἡ ἀγκράφα/ ὁ τοκάς (на обуви):застегну́ть \пряжкау κουμπώνω τήν ἀγκράφα. -
9 застегивать
[ζαστιόγκιβατ"] ρ. κουμπώνω -
10 пристегивать
[πριστιόγκιβατ'] ρ. κουμπώνω -
11 застегивать
[ζαστιόγκιβατ"] ρ κουμπώνω -
12 пристегивать
[πριστιόγκιβατ'] ρ κουμπώνω -
13 запахнуть
ρ.σ. αρχίζω να μυρίζω.ρ.σ.μ. κλείνω τα φύλλα ενδύματος•запахнуть полы халата κουμπώνω τη ρόμπα.
|| κλείνω απότομα (πόρτα, παράθυρο κ.τ.τ.).καλύπτομαι, τυλίγομαι, κουκουλώνομαι•-в шубу τυλίγομαι στη γούνα.
-
14 застегнуть
-ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. застегнутый, βρ: -нут, -а, -оρ.σ.μ. κουμπώνω.κουμπώνομαι.. -
15 защёлкнуть
ρ.σ.μ. κλείνω, κλειδώνω με κρότο, μανταλώνω• κουμπώνω με χαρακτηριστικό ήχο.κλείνομαι, μανταλώνομαι. -
16 крючок
-чка α.1. αγκιστρακι2. μανταλάκι. || αντικείμενο αγκιστροειδές•вязальный крючок βελονάκι πλεξίματος•
рыболовный ή удочный крючок αγκίστρι ψαρέματος.
3. (για γραφή) κλωθογυ-ριστές ουρίτσες.4. μτφ. γάντζωμα, προσκόλληση, πιάσιμο.5. μτφ. βλ. крючкотвор.6. κόπτσα, αγκράφα, πόρπη•крючок для застегивания пуговиц κουμπωτήρι, κόπτσα•
застегнуть на -и κουμπώνω με κόπτσες.
7. ουρά της σκαντάλης. -
17 подстегнуть
ρ.σ.μ. κουμπώνω αποκάτω.ρ.σ.μ. μαστιγώνω. || βιάζω, αναγκάζω• δραστηρόποιώ. -
18 пристегнуть
ρ.σ.μ.1. κουμπώνω.2. ζεύω συμπληρωματικά ή παραπάνω.3. μτφ. (απλ.) προσθέτω•пристегнуть к рассказу ненужные подробности προσθέτω (βάζω) στο διήγημα άχρηστες λεπτομέρειες.
1. κουμπώνομαι κλπ. ρ.μ.2. ενώνομαι• προστίθεμαι. -
19 пуговица
-ы θ.το κουμπί•костяная пуговица κοκ-κάλινο κουμπί•
застегнуь все -ы κουμπώνω όλα τα κουμπιά.
См. также в других словарях:
κουμπώνω — κουμπώνω, κούμπωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κουμπώνω — [κουμπί] 1. προσαρμόζω κουμπί στην οπή του 2. μέσ. κουμπώνομαι α) κλείνω το φόρεμά μου με κουμπιά β) μτφ. γίνομαι διστακτικός, έχω αμφιβολίες, γίνομαι απρόθυμος, κλείνομαι στον εαυτό μου … Dictionary of Greek
κουμπώνω — κούμπωσα, κουμπώθηκα, κουμπωμένος, συνδέω με κουμπί, θηλυκώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουμπώνομαι — κουμπώνομαι, κουμπώθηκα, κουμπωμένοςβλ. πίν. 4 Σημειώσεις: κουμπώνομαι : σπάνια χρησιμοποιείται ως παθητικό του κουμπώνω. Συνήθως σημαίνει → κουμπώνω το ρούχο μου ή δείχνω επιφυλακτικότητα, καχυποψία … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ακούμπωτος — η, ο αυτός που δεν είναι κουμπωμένος, ξεκούμπωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κουμπωτός < κουμπώνω] … Dictionary of Greek
εκστέλλω — ἐκστέλλω (Α) 1. διακοσμώ, καρφώνω, κουμπώνω το φόρεμα με πόρπη για διακόσμηση ή απλή συγκράτηση 2. στέλνω πίσω, εξαποστέλλω … Dictionary of Greek
εμπορπώ — ( άω) (Α ἐμπορπῶ, άω, ιων. τ. ἐμπορπέω) 1. στερεώνω το ρούχο με πόρπη ή περόνη στον ώμο, συγκρατώ, κουμπώνω 2. μέσ. φορώ ρούχα κουμπωμένα με πόρπη στον ώμο («ἐμπεπορπημένος διπλᾱ τὰ ἱμάτια» που είχε φορέσει αναδιπλωμένο και συγκρατημένο με πόρπη… … Dictionary of Greek
θηλειάζω — και θηλιάζω και θελιάζω [θηλειά] 1. κάνω θηλειά, φτιάχνω βρόχο 2. κουμπώνω, θηλυκώνω 3. (εσφ. γρφ τού θυλλιάζω) φυλλιάζω*, μπολιάζω, κεντρώνω … Dictionary of Greek
θηλυκώνω — 1. κουμπώνω 2. (για ρούχα) συνδέω τα δύο αντίστοιχα μπροστινά άκρα βάζοντας στις θηλειές τού ενός τα κουμπιά ή τις αγκιστρώδεις πόρπες τού άλλου 3. (για θύρες ή παράθυρα) κάνω θηλύκωμα, ταιριάζω τους ρεζέδες 4. περιτυλίγω κάτι με ύφασμα ή χαρτί κ … Dictionary of Greek
καθαμματίζω — (Α) [κάθαμμα] σχηματίζω κόμπο, κουμπώνω, δένω … Dictionary of Greek
καταπερονώ — καταπερονῶώ, άω (Α) (επιτ. τ. τού περονώ) συνδέω με την περόνη, συναρμόζω, συνάπτω, κουμπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + περονῶ «διατρυπώ» (< περόνη)] … Dictionary of Greek