-
1 κοτυλη
(ῠ) ἥ1) чашка Arph. etc.δοῦναί τινι πύρνον καὴ κοτύλην Hom. — дать кому-л. хлеб и чашку, т.е. накормить и напоить кого-л.
3) анат. вертлужная впадина(ἔνθα τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται, κοτύλην δέ τέ μιν καλέουσιν Hom.)
4) pl. муз. кимвалы, тарелки(χαλκόδετοι κοτύλαι Aesch.)
5) присоска ( в щупальце осьминога)(ἁρμόσαι τὰς κοτύλας Luc.)
-
2 κοτύλη
η1) анат. вертлюжная впадина; 2) зоол, присоска (головоногих) -
3 κοτυληδων
- όνος ἥ3) pl. анат. сосочки при устье матки у жвачных Arst. -
4 ημινα
-
5 κοτυληδών
(-όνος) η1) бот. семядоля; 2) см. κοτύλη 2
См. также в других словарях:
κοτύλη — anything hollow fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτύλῃ — κοτύλη anything hollow fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτύλη — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 40 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. Δ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 456 κάτ.) του… … Dictionary of Greek
κοτύλη — η 1. κλείδωση. 2. γένος φυτών. 3. βυζάχτρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νέα Κοτύλη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.500 μ.) του νομού Καστοριάς … Dictionary of Greek
κοτύλαι — κοτύλη anything hollow fem nom/voc pl κοτύλᾱͅ , κοτύλη anything hollow fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτυλᾶν — κοτύλη anything hollow fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτυλίσκιον — κοτύλη anything hollow neut nom/voc/acc sg κοτυλίσκιον little cup neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτυλῶν — κοτύλη anything hollow fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτύλαις — κοτύλη anything hollow fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτύλην — κοτύλη anything hollow fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)