Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κολυμπώ

  • 1 κολυμπώ

    [колимбо] р. плавать,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κολυμπώ

  • 2 выкупать

    ρ.σ.μ. λούζω, κάνω μπάνιο• κολυμπώ•

    выкупать ребенка в ванне κάνω λουτρό το παιδάκι στο λουτήρα•

    выкупать лошадь в реке κολυμπώ το άλογο στο ποτάμι.

    λούζομαι, πλύνομαι, κάνω μπάνιο• κολυμπώ.
    ρ.δ.
    βλ. выкупить.
    βλ. выкупить. || αναπληρώνομαι, αντικατασταίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > выкупать

  • 3 плыть

    плыву, плывшь, παρλθ. χρ. плыл
    -ла, плыло
    ρ.δ.
    1. κολυμπώ• πλέω•

    плыть кролем κολυμπώ πρηνηδόν, με την κοιλιά•

    плыть на спине κολυμπώ ανάσκελα.

    || επιπλέω. || ταξιδεύω με πλωτό μέσο•

    плыть по течению πλέω κατά το ρεύμα (τον ρουν)•

    плыть против течения πλέω αντίθετα προς το ρεύμα, αναπλέω, πλέω αναπόταμα.-под парусами πλέω με τα πανιά, αρμενίζω,ιστιοπλοώ•. плыть быстро ταχυπλοώ•

    плыть медленно βρα-δυπλοώ, βραδυπλέω•

    плыть на вслах πλέω με κουπιά•

    плыть в лодке πλέω με τη βάρκα, λεμβοδρο-μώ•

    плыть на всех парусах πλέω πλησίστιος•

    плыть в открытом море πλέω στα αμοιχτά.

    2. μτφ. πετώ αργά και ομαλά, λάμνω, αιωρούμαι, μετεωρίζομαι (για πτηνά). || κινούμαι, περνώ, διαβαίνω.
    3. λιώνω, τήκομαι•

    сургуч плывт το βουλοκέρι λιώνει.

    εκφρ.
    плыть в руки – κατορθώνω, τα καταφέρω, είμαι σε όλα καταφερτζής•
    плыть по течению – προσαρμόζομαι στις περιστάσεις, καιροσκοπώ•
    плыть против течения – πηγαίνω αντίθετα (προς την κρατούσα κατάσταση)•
    плыть сквозь пальцы – ξοδεύομαι, δαπανώμαι αφειδώς (για χρήματα κ.τ.τ.)• всё шшвт передо мной όλα μου φέρνουν γύρω (στα μάτια)• ζαλίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > плыть

  • 4 проплыть

    ρ.σ.
    1. κολυμπώ, διανύω απόσταση κολυμπώντας•

    проплыть до середины реки κολυμπώ ως τη μέση του ποταμού•

    проплыть пятьсот метров κολυμπώ πεντακόσια μέτρα.

    2. περνώ, διαβαίνω κολυμπώντας•

    проплыть маяк κολυμπώντας περνώ το φάρο.

    3. πετώ (ϊπταμαι) ομαλά, ήρεμα. || περνώ ομαλά.
    4. μτφ. περνώ αλληλοδιαδόχως.
    5. πλέω (για ένα χρον. διάστημα).

    Большой русско-греческий словарь > проплыть

  • 5 плыть

    плыть 1) κολυμπώ 2) (на корабле) πλέω
    * * *
    2) ( на корабле) πλέω

    Русско-греческий словарь > плыть

  • 6 утопать

    утопа́||ть
    несов
    1. см. тонуть·
    2. перен:
    \утопать в роскоши κολυμπώ στήν πολυτέλεια· \утопать в крови κολυμπώ στό αίμα· \утопать в зелени πνίγομαι στήν πρασινάδα· \утопать в долгах εἶμαι πνιγμένος στά χρέη.

    Русско-новогреческий словарь > утопать

  • 7 купать

    ρ.δ. μ. λούζω,κάνω μπάνιο
    мать -ает своих детей η μάνα κάνει μπάνιο τα παιδιά της. || βυθίζω.
    λούζομαι, κάνω μπάνιο. || βυθίζομαι.
    εκφρ.
    купаться в крови – κολυμπώ στο αίμα (για μεγάλη αιματοχυσία)•
    в золоте – κολυμπώ στο χρυσάφι (είμαι πάμπλουτος).

    Большой русско-греческий словарь > купать

  • 8 утопать

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) βλ. утоптать.
    ρ.δ.
    βλ. утонуть.
    μτφ. καλύπτομαι, σκεπάζομαι•

    гроб -ает в цветах το φέρετρο σκεπάζεται με λουλούδια.

    || μτφ. έχω σε αφθονία•

    утопать в роскоши πλέω (κολυμπώ) στα πλούτη ή στην πολυτέλεια.

    εκφρ.
    утопать в крови – πνίγω (κολυμπώ) στο αίμα (σκοτώνω πολλούς, χύνω πολύ αίμα)- утопать в слезах χύνω πολλά δάκρυα.

    Большой русско-греческий словарь > утопать

  • 9 плавать

    1. (плыть) κολυμπώ, πλέω, (на поверхности) επιπλέω
    - кролем - με ελευθέρα/απλωτή
    2. (служить, работать на судне) υπηρετώ στα πλοία.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плавать

  • 10 плыть

    πλέω, (плавать) κολυμπώ. - баттерфляем κολυμπάω πεταλούδα
    - под парусами αρμενίζω με τα ιστία/πανιά
    - по течению - κατά το ρεύμα/τον ρου

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плыть

  • 11 проплыть

    (плывя, преодолеть какое-л. расстояние, миновать что-л.) (о пловце) κολυμπώ, (о судне) διαπλέω, περνώ, διασχίζω, πλέω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проплыть

  • 12 доплывать

    доплывать
    несов, доплыть сов φτάνω κολυμπώντας, κολυμβώ, κολυμπώ ὡς κάπου (вплавь)/ καταπλέω, φτάνω μέ τό πλοίο (на пароходе, корабле и т. п.):
    \доплывать до берега а) φτάνω κολυμπώντας ὡς τήν ἀκτή (о пловце.), б) φτάνω μέ τό καράβι ὡς τήν ἀκτή (о судне).

    Русско-новогреческий словарь > доплывать

  • 13 купаться

    купа||ться
    κάνω μπάνιο, λούζομαι· ◊ \купатьсяться в золоте κολυμπώ στό χρυσάφι.

    Русско-новогреческий словарь > купаться

  • 14 плавать

    плавать
    несов
    1. см. плыть1 уметь \плавать ξέρω νά κολυμπώ·
    2. (не тонуть) (ἐπι-) πλέω· ◊ мелко \плавать презр. ἀνίκανος ἀνθρωπος.

    Русско-новогреческий словарь > плавать

  • 15 плыть

    плы||ть
    несов
    1. (о человеке, животном) κολυμπώ, κολυμβῶ·
    2. (о неодушевленных предметах) πλέω:
    \плыть по течению а) πλέω μέ τό ρεῦμα, б) перен ἀκολουθῶ τό ρεῦμα· \плыть против течения а) ἀναπλέω, πλέω ἀναπόταμα, б) перен πηγαίνω ἐνάντια στά ρεύμα·
    3. (на судне) πλέω, πηγαίνω, ἀρμενίζω:
    \плыть на ло́дке πηγαίνω μέ τήν βάρκα· \плыть на веслах πηγαίνω μέ τά κουπιά· \плыть под парусами πλέω μέ τά πανιά, ἀρμενίζω·
    4. (парить\плыть о птице и т. ἡ.) λάμνω, ἀερολάμνω:
    облака \плытьву́т περνούν τά σύννεφα· ◊ все \плытьвет перед глазами (о полуобморочном состоянии) ἔχω ζαλάδα.

    Русско-новогреческий словарь > плыть

  • 16 поплыть

    поплыть
    сов ἀρχίζω νά πλέω προς.../ ἀρχίζω νά κολυμπώ προς... (о человеке).

    Русско-новогреческий словарь > поплыть

  • 17 проплавать

    проплавать
    сов πλέω, ἀρμενίζω / κολυμπώ (о человеке).

    Русско-новогреческий словарь > проплавать

  • 18 проплывать

    проплывать
    несов, проплыть сов
    1. (известное расстояние) κολυμπώ, διανύω κολυμπώντας (о человеке)/ διαπλέω (о судне)·
    2. (мимо) περνώ κολυμπώντας (о человеке)/ περνώ πλέοντας, καβατζάρω (о судне):
    \проплывать остров (о судне) περνώ δίπλα στό νησί πλεοντας·
    3. (важно проходить) разг περνώ κορδωμένος.

    Русско-новогреческий словарь > проплывать

  • 19 упариться

    упариться
    сов разг
    1. (о лошадях) ἱδρώνω·
    2. (о людях) κολυμπώ στον ἱδρώτα/ перен ξεθεωνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > упариться

  • 20 проплывать

    [πραπλυβάτ'] ρ. κολυμπώ, διανύω κολυμπώντας, περνώ κολυμπώντας

    Русско-греческий новый словарь > проплывать

См. также в других словарях:

  • κολυμπώ — και κολυμπάω κολύμπησα 1. επιπλέω στην επιφάνεια του νερού και κινούμαι όπου θέλω: Ήρθε εδώ κολυμπώντας. 2. είμαι βυθισμένος σε κάποιο υγρό: Κολυμπά στον ιδρώτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολυμπώ — (AM κολυμπῶ, άω, Α δωρ. τ. κολυμφῶ, Μ και κολυμπῶ και μέσ. κολυμπῶμαι) επιπλέω και μετακινούμαι στο νερό με κατάλληλες κινήσεις τών άκρων («α. είναι 20 χρόνων και δεν ξέρει να κολυμπάει» β. «ἐκέλευσέ τε τοὺς δυναμένους κολυμβᾱν», ΚΔ) νεοελλ. μτφ …   Dictionary of Greek

  • κολυμπώ — κολυμπάω / κολυμπώ, κολύμπησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • νήχομαι — (Α νήχομαι και σπαν. το ενεργ. νήχω και δωρ. τ. νάχω) κολυμπώ, πλέω στο νερό αρχ. (η μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά νηχόμενα τα ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νήχω εμφανίζει ενεστ. επίθημα χω (πρβλ. ψήχω, τρύχω, σμήχω), που δηλώνει εμφατικά το τέλος τής… …   Dictionary of Greek

  • επινήχομαι — ἐπινήχομαι (AM) (Α και δωρ. τ. ἐπινάχομαι) 1. κολυμπώ στην επιφάνεια 2. επιπλέω, βρίσκομαι στην επιφάνεια 3. επαναπαύομαι («ἀθλίοις ἐπινήχεσθαι λογισμοῑς») αρχ. 1. ανέρχομαι, ακούγομαι μέσα από το νερό («παιδὸς ἐπενάχετο φωνά», (Θεόκρ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • παρανήχομαι — ΜΑ περνώ από έναν τόπο κολυμπώντας αρχ. 1. κολυμπώ κοντά στην ακτή 2. κολυμπώ κοντά ή δίπλα σε κάποιον («τοὺς ἵππους παρὰ τὰ πλοῑα παρανηχομένους», Πλούτ.) 3. μτφ. διέρχομαι, περνώ («ἐπεὶ παρενήξατο τὸ πλεῡν ἥβης», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • υπονήχομαι — Α (αποθ.) 1. κολυμπώ κάτω από το νερό, ὑπονέω* 2. (γενικά) κολυμπώ κάτω από μια επιφάνεια («χελώνη ὑπενήχετο ταῑς πέτραις», Παυσ.) 3. πλέω πίσω ή δίπλα σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + νήχομαι «πλέω, κολυμπώ»] …   Dictionary of Greek

  • ανανήχομαι — ἀνανήχομαι (Α) 1. επιπλέω, κολυμπώ, ανέρχομαι στην επιφάνεια υγρού 2. ανακτώ την υγεία μου, αναρρώνω, αναζωογονούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + νήχομαι «πλέω, κολυμπώ»] …   Dictionary of Greek

  • δακρυπλώω — (Α) (για μεθυσμένους) πλέω, κολυμπώ στα δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + πλώω «κολυμπώ, πλέω»] …   Dictionary of Greek

  • επινέω — (I) ἐπινέω (Α) 1. γνέθω 2. (για τις Μοίρες) προκαθορίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νέω (I) «γνέθω»]. (II) ἐπινέω (Α) 1. συσσωρεύω, συγκεντρώνω 2. επισωρεύω, φορτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νέω (II) «συσσωρεύω»]. (III) ἐπινέω (Α) επιπλέω, κολυμπώ. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • κατανήχομαι — (Α) κολυμπώ κατά τη διεύθυνση τού ρεύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + νήχομαι «κολυμπώ»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»