-
1 κολαστής
κολαστής, ὁ, der Züchtiger, Strafer; Ζεύς τοι κολ. τῶν ὑπερκόμπων ἄγαν φρονημάτων Aesch. Pers. 813; Soph. O. R. 1148 El. 1455; Eur. Heracl. 389; νόμοι κολασταί Criti. bei S. Emp. adv. phys. 1, 54; κολ. τῶν ὰμαρτανόντων Plat. Legg. IX, 863 a; Lys. 27, 3 u. Folgde.
-
2 κολαστης
- οῦ ὅ каратель(τῶν ὑπερκόμπων - v. l. ὑπερκόπων - φρονημάτων Aesch.; τῶν ἁμαρτανόντων Plat.; τῶν ἀδικούντων Lys.)
-
3 κολαστής
κολαστήςchastiser: masc nom sg -
4 κολαστής
κολαστής, ὁ, der Züchtiger, Strafer -
5 κολαστής
ο, κολάστρια η соблазнитель, -ница, искуситель, -ница -
6 κολαστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολαστής
-
7 κολασταί
κολαστήςchastiser: masc nom /voc pl -
8 κολαστήν
κολαστήςchastiser: masc acc sg (attic epic ionic) -
9 κολαστά
κολαστά̱, κολαστήςchastiser: masc nom /voc /acc dualκολαστήςchastiser: masc voc sgκολαστήςchastiser: masc nom sg (epic) -
10 κολαστή
κολαστήςchastiser: masc voc sg——————κολαστήςchastiser: masc dat sg (attic epic ionic) -
11 κολαστάς
κολαστά̱ς, κολαστήςchastiser: masc acc plκολαστά̱ς, κολαστήςchastiser: masc nom sg (epic doric aeolic) -
12 φρόνημα
A mind, spirit,ἔστ' ἂν Διὸς φ. λωφήσῃ χόλου A.Pr. 378
;Αἰσχύλου φ. ἔχων Telecl.14
; with limiting epithets,φ. δύσθεον A.Ch. 191
; ὑπέρτολμον ib. 595(lyr.); ; ;τυραννικόν Id.R. 573b
, X. Lac.15.8: pl., Hdt.9.54.2 thought, purpose, will,φθέγμα καὶ ἀνεμόεν φ. S.Ant. 354
(lyr.); ψυχὴ καὶ φ. καὶ γνώμη ib. 176, cf. 207; τὸ φ. τῆς σαρκός, τοῦ πνεύματος, Ep.Rom.8.6: freq. in pl., καρτεροῖς φρονήμασι with stubborn thoughts, A.Pr. 209;ματαίων.. φρονημάτων ἡ γλῶσσ' ἀληθὴς γίγνεται κατήγορος Id.Th. 438
;ἐμπέδοις φ. S.Ant. 169
; τὰ σκλήρ' ἄγαν φ. ib. 473;τὰ φ. ἀληθινὰ καὶ πάντῃ μεγάλα ἐκέκτηντο Pl.Criti. 120e
.II either in good or bad sense,1 high spirit, resolution, pride,τὸ Ἀθηναίων φ. Hdt.8.144
, cf. 9.7.β; ἀνδρί γε φ. ἔχοντι to a man of spirit, Th.2.43;φ. τε καὶ πίστις Arist. Pol. 1313b2
; φ. ἔχων ἐλεύθερον ib. 1314a3; courage, opp. δειλία, Jul. Or.2.59c (pl.);δουλοῖ τὸ φ. τὸ αἰφνίδιον Th.2.61
: c. [tense] fut. inf., ἐν φρονήματι ὄντες τῆς Πελοποννήσου ἡγήσεσθαι aspiring to be leaders of the P., Id.5.40: freq. in pl., high thoughts, proud designs,διασείσειν τὰ Ἀθηναίων φ. Hdt.6.109
, cf. 3.122, 125, 9.54;οὐ.. ξυμφέρει τοῖς ἄρχουσι φ. μεγάλα ἐγγίγνεσθαι τῶν ἀρχομένων Pl.Smp. 182c
, cf. 190b, Isoc. 6.89;Ζεύς τοι κολαστὴς τῶν ὑπερκόμπων ἄγαν φ. A.Pers. 828
;τῶν φ. ὁ Ζεὺς κολαστὴς τῶν ἄγαν ὑπερφρόνων E.Heracl. 387
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρόνημα
-
13 φρόνημα
φρόνημα, τό, Sinn, Verstand, Gedanken; ἔστ' ἂν Διὸς φρόνημα λωφήσῃ χόλου Aesch. Prom. 376, u. oft, wie Soph. u. Eur.; das, was Einer im Sinn, in Gedanken hat, Her., auch Sinnesart, Gesinnung, nicht selten im plur., 3, 122. 125. 9, 54; ἐμπέδοις φρονήμασιν, mit unveränderlicher Gesinnung, Treue, Soph. Ant. 169; ἐν ἐλευϑέρῳ φρονήματι βεβιωκώς Plat. Legg. IX, 685 d; μεϑυσϑεὶς ἀνὴρ τυραννικόν τι φρόνημα ἴσχει Rep. IX, 573 b; bes. erhabene Gesinnung, Muth, Hochsinn, φρονήματος τοῦ πρὶν στερέντες Eur. Hec. 622; καὶ τὰ φρο-νήματα μεγάλα εἶχον Plat. Conv. 190 b; allein, Muth, Menex. 239 e. Aber auch in tadelnder Bdtg, allzu hohe Meinung von sich, Hochmuth, Hoffart, Stolz u. Prahlerei, ὑπέρτολμον ἀνδρὸς φρόνημα τίς λέγοι; Aesch. Ch. 587; σεμνόστομός γε καὶ φρονήματος πλέως ὁ μῦϑός ἐστιν Prom. 955 (er braucht es auch = φρένες, ἰὸς ἐκ φρονημάτων πέδῳ πεσών Eum. 456); ἀνδρὸς οὐδενὸς φρόνημα δείσασα Soph. Ant. 455; τῶν φρονημάτων ὁ Ζεὺς κολαστὴς τῶν ἄγαν ὑπερφρόνων Eur. Heracl. 388; ὀγκῶσαι τὸ φρόνημα Ar. Vesp. 1024; Thuc. 5, 43; οὐ φρονήματος καὶ ϑυμοῠ ἐμπίπλαται Plat. Rep. III, 411 c; καὶ μεγαλαυχία Lys. 206 a.
-
14 κολαστήρ
κολαστήρ, ῆρος, ὁ, = κολαστής, Sp.
-
15 ἐπι-τῑμητής
ἐπι-τῑμητής, ὁ, der Tadler, der züchtigt u. straft, βαρὺς τῶν ἔργων Aesch. Prom. 77; καὶ κολαστής Soph. frg. 478; Eur. Suppl. 267; τῆς ὁμιλίας Plat. Phaedr. 239 e. – Bei Antiph. 5, 32, ἦσαν καὶ βασανισταὶ καὶ ἐπιτιμηταὶ τῶν σφίσιν αὐτοῖς συμφερόντων, Beurtheiler, Taxator.
-
16 ὑπέρ-κομπος
ὑπέρ-κομπος, eigentl. übermäßig lärmend, bes. unmäßig großprahlend, übermüthig; σῆμα Aesch. Spt. 386; Ζεύς τοι κολαστὴς τῶν ὑπερκόμπων ἄγαν φρονημάτων ἔπεστιν Pers. 813; ϑράσος 817; übh. übermäßig, außerordentlich, νῆες ὑπέρκομποι τάχει, ausgezeichnet an Schnelligkeit, 334.
-
17 κολασταίς
-
18 κολασταῖς
-
19 κολαστού
-
20 κολαστοῦ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κολαστής — chastiser masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστής — ο, θηλ. κολάστρια (AM κολαστής) [κολάζω] 1. αυτός που τιμωρεί κάποιον, τιμωρός, παιδευτής («oἱ τῶν ἀδικούντων κολασταί», Λυσ.) 2. βασανιστής νεοελλ. αυτός που παρασύρει σε αμαρτία, αυτός που προκαλεί το κόλασμα, το αμάρτημα … Dictionary of Greek
κολασταῖς — κολαστής chastiser masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολασταί — κολαστής chastiser masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστοῦ — κολαστής chastiser masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστῆ — κολαστής chastiser masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστῇ — κολαστής chastiser masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστήν — κολαστής chastiser masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστῶν — κολαστής chastiser masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστά — κολαστά̱ , κολαστής chastiser masc nom/voc/acc dual κολαστής chastiser masc voc sg κολαστής chastiser masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστάς — κολαστά̱ς , κολαστής chastiser masc acc pl κολαστά̱ς , κολαστής chastiser masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)