-
1 κολακεύω
[колакево] р. льстить.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κολακεύω
-
2 льстить
-
3 льстить
льщу, льстишьρ.δ.1. (με δοτ. κ. ως αμ.) κολακεύω, γαλιφίζω, θωπεύω• -/ начальству κολακεύω τους προϊστάμενους•не льсти μη κολακεύεις.
2. βαυκαλίζω, ικανοποιώ•успехи -ли его самолюбию οι επιτυχίες κολάκευαν το φιλότιμο του•
льстить себя несбыточными надеждами βαυκαλίζω τον εαυτό μου με μάταιες ελπίδες.
κολακεύομαι• βαυκαλίζομαι. || ελπίζω.εκφρ.льстить надеждой – βαυκαλίζομαι με την ελπίδα. -
4 бес
бесм ὁ δαίμονας [-ων], ὁ διάβολος; ◊ рассыпаться мелким \бесом перед ке́м-л. κολακεύω κάποιον, κάνω τεμενάδες. -
5 воскурить
воскуритьсов, воскурять несов:\воскурить фимиам кому-л. λιβανίζω, ἐγκωμιάζω, κολακεύω κάποιον. -
6 выслуживаться
выслуживатьсянесов, выслужиться сов разг (перед кем-л.) κολακεύω, προσπαθώ νά ἀποκτήσω τήν εὔνοια[ν]. -
7 вьюн
вьюнм (рыба) ὁ κυβίτης, ὁ νημάχει-λος:морской \вьюн ὁ γόγγρος· ◊ виться \вьюном вокруг кого-л. κολακεύω κάποιον. -
8 егозить
егоз||итьнесов1. разг τρέχω πάνω κάτω·2. (заискивать) κολακεύω, καλοπιάνω. -
9 задабривать
задабриватьнесов разг καλοπιάνω, γαλιφίζω, κολακεύω. -
10 зайскивать
зайскива||тьнесов (перед кем-л.) γαλιφίζω, κολακεύω, προσπαθώ νά ἀποκτήσω τήν εὔ-νοιαν. -
11 лебезить
лебезитьнесов разг κολακεύω, λιβανίζω, γαλιφίζω. -
12 льнуть
льнутьнесов1. (прижиматься к кому-л.) σφίγγομαι, κολλώ (άμετ.)·2. (чувствовать влечение к кому-л.) δείχνω συμπάθεια, δείχνω ἀδυναμία, μέ τραβἄ κάποιος·3. (к кому-л. ради выгоды) κολακεύω, γαλιφίζω, μαλαγανιάζω. -
13 льстить
льст||итьнесов κολακεύω, γαλιφίζω· ◊ \льститьить себя надеждой βαυκαλίζομαι μέ τήν ἐλπίδα -
14 низкопоклонничать
низкопоклон||ничатьнесов презр. προσκυνώ δουλόπρεπα, συμπεριφέρομαι δουλικά, δουλοφρονῶ / κολακεύω (льстить). -
15 подделывать
подделыватьнесов πλαστογραφώ, παραποιώ (подпись, документ) / κιβδηλοποιέ, παραχαράσσω (монету и т. п.):\подделывать деньги κάμνω κάλπικα χρήματα, παραχαράσσω νομίσματα \подделыватьси ἀπομιμούμαι (подражать) / κολακεύω, κάνω γαλιφιές, προσπαθώ νά ἀποκτήσω τήν ἐδνοια -
16 подладиться
подладитьсясов, подлаживаться несов προσαρμόζομαι (приспосабливаться) / κολακεύω, γαλιφίζω (заискивать). -
17 подлизываться
подлизыватьсянесов γαλιφεύω, κολακεύω, γλείφω. -
18 подхалимничать
подхалим||ничатьнесов разг κολακεύω, ξεσκονίζω τίς μπότες. -
19 щекотать
щекотатьнесов1. γαργαλώ, γαργα-λεύω, γαργοιλίζω·2. перен:\щекотать чье-л. самолюбие κολακεύω τόν ἐγωϊσμό κάποιου· \щекотать нервы διεγείρω τά νεῦρα·3. безл:у меня в го́рле щекочет μέ γαργαλἄ ὁ λαιμός· у меня в носу́ щекочет μέ τρώει ἡ μύτη μου. -
20 юлить
юлитьнесов1. (суетиться) στριφογυρίζω·2. перен (лебезить):\юлить перед кем-л. κολακεύω δουλικά.
См. также в других словарях:
κολακεύω — to be a flatterer pres subj act 1st sg κολακεύω to be a flatterer pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακεύω — κολακεύω, κολάκεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κολακεύω — (AM κολακεύω) [κόλαξ] 1. συμπεριφέρομαι σε κάποιον με υπερβολική φιλοφροσύνη για να αποκτήσω την εύνοιά του για ιδιοτελείς σκοπούς, περιποιούμαι ή επαινώ υπερβολικά κάποιον, καλοπιάνω (α. «κολακεύει τον θείο του για να πάρει την περιουσία του» β … Dictionary of Greek
κολακεύω — κολάκευσα και κολάκεψα, κολακεύτηκα, κολακευμένος 1. επαινώ κάποιον για να αποχτήσω την εύνοιά του, καλοπιάνω: Κολακεύει τον επιθεωρητή του για να του κάνει καλές εκθέσεις. 2. κάνω κάποιον να περηφανευτεί, του προξενώ ικανοποίηση: Με κολακεύει η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολακεύετε — κολακεύω to be a flatterer pres imperat act 2nd pl κολακεύω to be a flatterer pres ind act 2nd pl κολακεύω to be a flatterer imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακεύσει — κολακεύω to be a flatterer aor subj act 3rd sg (epic) κολακεύω to be a flatterer fut ind mid 2nd sg κολακεύω to be a flatterer fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακεύσουσι — κολακεύω to be a flatterer aor subj act 3rd pl (epic) κολακεύω to be a flatterer fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κολακεύω to be a flatterer fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακεύσω — κολακεύω to be a flatterer aor subj act 1st sg κολακεύω to be a flatterer fut ind act 1st sg κολακεύω to be a flatterer aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακεύσῃ — κολακεύω to be a flatterer aor subj mid 2nd sg κολακεύω to be a flatterer aor subj act 3rd sg κολακεύω to be a flatterer fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακεύῃ — κολακεύω to be a flatterer pres subj mp 2nd sg κολακεύω to be a flatterer pres ind mp 2nd sg κολακεύω to be a flatterer pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκολακευκότα — κολακεύω to be a flatterer perf part act neut nom/voc/acc pl κολακεύω to be a flatterer perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)