-
1 κοιμάμαι
см. κοιμούμαι -
2 κοιμάμαι
[кимамэ] ρ. (παθ. φωνή) спать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κοιμάμαι
-
3 κοιμάμαι
[кимамэ] ρ (παθ. φωνή) спать. -
4 απόζερβα
επίρρ.1) на левом боку;κοιμάμαι απόζερβα — спать на левом боку;
2) неумело, неискусно;δουλεύει απόζερβα — он работает без знания дела;
3) трудно, с трудом;περάσαμε απόζερβα — мы с трудом прошли (через эти место)
-
5 βαθιά
επίρρ. в рази. знач глубоко;σκάβω βαθιά — копать глубоко;
κοιμάμαι βαθιά — спать глубоким сном;
αναστενάζω βαθιά — глубоко вздыхать;
βαθιά τη νύχτα — глубокой ночью;
βαθιά την αυγή — на рассвете
-
6 ελαφρ(ι)ά
επίρρ.1) легко; без труде;τό πήρε ελαφρ(ι)ά — он принял это с лёгким сердцем;
2) легко, не тяжело;ντυμένος ελαφρ(ι)ά — легко одетый;
3) слегка, чуть;βήχω ελαφρ(ι)ά — чуть кашлянуть;
εγγίζω ελαφρ(ι)ά — слегка коснуться;
κοιμάμαι ελαφρ(ι)ά — чутко спать;
η γρίππη πέρασε ελαφρ(ι)ά — у него были лёгкая форма гриппа
-
7 ελαφρ(ι)ά
επίρρ.1) легко; без труде;τό πήρε ελαφρ(ι)ά — он принял это с лёгким сердцем;
2) легко, не тяжело;ντυμένος ελαφρ(ι)ά — легко одетый;
3) слегка, чуть;βήχω ελαφρ(ι)ά — чуть кашлянуть;
εγγίζω ελαφρ(ι)ά — слегка коснуться;
κοιμάμαι ελαφρ(ι)ά — чутко спать;
η γρίππη πέρασε ελαφρ(ι)ά — у него были лёгкая форма гриппа
См. также в других словарях:
κοιμάμαι — (σπάν. κοιμούμαι), κοιμήθηκα, κοιμισμένος βλ. πίν. 79 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κοιμάμαι — και κοιμούμαι (Α κοιμῶ, άω, Μ κοιμοῡμαι και κοιμῶμαι) 1. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου, πέφτω σε ύπνο 2. πλαγιάζω για ύπνο 3. συνεκδ. πεθαίνω, κείτομαι νεκρός 4. μτφ. αδιαφορώ, απρακτώ, εφησυχάζω, αδρανώ («το κράτος κοιμάται») 5. έρχομαι σε… … Dictionary of Greek
κοιμάμαι — βλ. κοιμούμαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποκαθεύδω — ἀποκαθεύδω (Α) 1. κοιμάμαι ακόμη, συνεχίζω να κοιμάμαι 2. κοιμάμαι κάπου αλλού, όχι στο σπίτι μου 3. (για γυναίκα χωρισμένη) κοιμάμαι με άλλον 4. αδιαφορώ για κάτι … Dictionary of Greek
δαρθάνω — (Α) κοιμάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Στον τ. δαρθάνω απαντά η συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας *der , η οποία θεωρείται αμάρτυρη (πρβλ. αρχ. ινδ. drāti «κοιμάμαι», λατ. dormio «κοιμάμαι», αρχ. σλαβ. drěmja «κοιμάμαι»). Το θ. τού τ. είναι μόρφημα που εκφράζει την … Dictionary of Greek
καθεύδω — καθεύδω, ιων. τ. κατεύδω (Α) 1. πλαγιάζω να κοιμηθώ, κοιμάμαι («οὔτε νυκτὸς δύναται καθεύδειν, οὔτε μεθ ἡμέραν», Πλάτ.) 2. μένω άπρακτος 3. (για ζεύγος ετεροφύλων) κοιμάμαι στο ίδιο κρεβάτι («ἵνα τώ γε καθεύδετον ἐν φιλότητι», Ομ. Οδ.) 4. περνώ… … Dictionary of Greek
προκαθεύδω — Α 1. κοιμάμαι προηγουμένως ή κοιμάμαι πρώτος 2. κοιμάμαι αντί για άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καθεύδω «κοιμάμαι»] … Dictionary of Greek
αωτώ — ἀωτῶ ( έω) (Α) κοιμάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εάν η σημασία «κοιμάμαι» του ρ. θεωρηθεί αυθεντική, τότε το αωτώ συνδέεται πιθ. με το άωρος (III), παρόλο που ο σχηματισμός παραμένει ασαφής. Εάν όμως γίνει αποδεκτή η ερμηνεία του Ησύχιου αωτείτε γλυκύν ύπνον… … Dictionary of Greek
εγκαθεύδω — ἐγκαθεύδω (Α) 1. κοιμάμαι ανάμεσα ή πάνω σε κάτι 2. κοιμάμαι 3. (ειδ.) κοιμάμαι μέσα σε ναό για να θεραπευθώ από θαύμα … Dictionary of Greek
εγκοιμώμαι — ἐγκοιμῶμαι ( άομαι) (Α) 1. κοιμάμαι μέσα σ έναν χώρο («ἐγκοιμῶμαι ἐν σπηλαίῳ») 2. κοιμάμαι σε ναό για να δω μαντικά όνειρα ή για να θεραπευθώ 3. κοιμάμαι στη διάρκεια τού δείπνου … Dictionary of Greek
αποκοιμιέμαι — κ. μιούμαι κ. μούμαι (AM ἀποκοιμῶμαι, άομαι) 1. με παίρνει ο ύπνος 2. κοιμάμαι βαθιά 3. πεθαίνω ήρεμα αρχ. κοιμάμαι μακριά απ το σπίτι μου … Dictionary of Greek