Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κογχίτης

См. также в других словарях:

  • κογχίτης — shelly marble masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κογχίτης — ο (Α κογχίτης) [κόγχη] ορυκτό που προέρχεται από κελύφη, από κοχύλια («μνῆμά ἐστι... ἐκοσμήθη λίθῳ κογχίτῃ μόνοις δὲ Ἑλλήνων Μεγαρεῡσιν ὁ κογχίτης οὗτος ἐστι», Παυσ.) …   Dictionary of Greek

  • κογχίτῃ — κογχίτης shelly marble masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόγχη — και κόχη, η (AM κόγχη) 1. το κέλυφος τών μαλακίων υδροβίων και ιδιαίτερα τών διθύρων, κοχύλι, όστρακο («ἰχθύες τε ἐν ἀμφοτέροις ἔνεισι καὶ κόγχαι», Ξεν.) 2. καθετί που μοιάζει με κοχύλι ως προς το σχήμα και ιδιαίτερα κάθε κοίλωμα οστού ή οργάνου… …   Dictionary of Greek

  • -ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… …   Dictionary of Greek

  • ακτίτης — I Αυτός που κατοικεί στην ακτή, στην παραλία. Επίσης, το πεντελικό μάρμαρο ή ο λίθος που προέρχεται από την πειραϊκή ακτή. (Ορυκτ.) Σκληρός, υπόλευκος ασβεστόλιθος που περιέχει απολιθώματα θαλάσσιων μαλακίων. Βρίσκεται στην Αττική (Ακτή παλαιά,… …   Dictionary of Greek

  • κογχυλίας — κογχυλίας, ὁ (Α) [κογχύλη] ο κογχίτης* …   Dictionary of Greek

  • κογχυλιάτης — ο (Α κογχυλιάτης) ο κογχίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κογχύλη + κατάλ. ιάτης, (πρβλ. λειμων ιάτης, πωγων ιάτης)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»