-
1 κμητός
κμητός, adj. verb. zu κάμνω, gearbeitet, mit Mühe u. Anstrengung verfertigt; Hesych. erkl. πεποιημένα, πεπονημένα. S. πολύκμ ητος.
-
2 κμητός
κμητόςwrought: masc nom sg -
3 κμητός
A wrought, Hsch., EM521.31:—found only in compds. [full] κνᾰδάλλω, = κνάω, scratch, Hsch. [full] κνάζει· βοηθεῖ, Id. [full] κναίω, = κνάω, prob.l. for καινιεῖ, LXXSi.38.28:— elsewh. only in compds. [full] κνᾱκίας, [full] κνᾱκός, [full] κνάκων, [dialect] Dor. for κνηκ-. [full] κνᾶμις, v. κνημίς. [full] κνάμπτω, v. κνάπτω. [full] κνάξ· γάλα λευκόν, Hsch.; cf. [full] κναξζβί (cj. κνάξ) Thespis 4. -
4 κμητός
κμητός, gearbeitet, mit Mühe u. Anstrengung verfertigt -
5 πυρί-κμητος
πυρί-κμητος, am od. im Feuer gearbeitet; λέβης, Callim. Del. 145; auch χρώς, verbrannt, Nic. Th. 241.
-
6 πολύ-κμητος
πολύ-κμητος, mit vieler Mühe od. Sorgfalt gemacht, bearbeitet; bei Hom. Beiwort des Eisens (das schwieriger als das früher im Gebrauche häufigere Kupfer zu bearbeiten ist); auch ϑάλαμος, Od. 4, 718; πόλεμος, Tryph. 1; Q. Sm. 7, 424; Nonn. D. 40, 281.
-
7 χρῡσεό-κμητος
χρῡσεό-κμητος, aus Gold gearbeitet, Aesch. Ch. 608 ὅρμοι, v. l. χρυσεόδμητοι.
-
8 χειρό-κμητος
χειρό-κμητος, von Menschenhänden gearbeitet, gemacht, eingerichtet; πηγαῖα ὕδατα Arist. meteorol. 2, 1, vgl. 4, 3; παραδείγματα Tim. Locr. 94 e; Strab. 3, 5, 6.
-
9 νεό-κμητος
νεό-κμητος, neu, frisch gearbeitet, gemacht, Nic. Ther. 498. S. auch νεόδμητος.
-
10 θεό-κμητος
θεό-κμητος, von Gott gemacht, göttlich, βέλεμνα Qu. Sm. 3, 419, a. sp. D.
-
11 αὐτό-κμητος
αὐτό-κμητος, dasselbe, VLL.
-
12 ἀνδρό-κμητος
ἀνδρό-κμητος, von Menschen gemacht, τύμβος, Il. 11, 371.
-
13 ἁλί-κμητος
ἁλί-κμητος, μέριμνα Paul. Sil., Sorgen ums Meer.
-
14 ἄ-κμητος
-
15 κμητά
κμητόςwrought: neut nom /voc /acc plκμητά̱, κμητόςwrought: fem nom /voc /acc dualκμητά̱, κμητόςwrought: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
16 ακμητος
-
17 ανδροκμητος
-
18 νεοκμητος
-
19 πολυκμητος
-
20 χειροκμητος
См. также в других словарях:
κμητός — κμητός, ή, όν (Α) φτιαγμένος, κατεργασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κμη που εμφανίζει τη μηδενισμένη και απαθή βαθμίδα τής ρίζας καμᾶ (*Kοmeә2) τού ρ. κάμνω (πρβλ. παρακμ. κέ κμη κα) + επίθημα τός. Εμφανίζεται συν. ως β συνθετικό (πρβλ. ανδρό κμητος,… … Dictionary of Greek
κμητός — wrought masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κμητά — κμητός wrought neut nom/voc/acc pl κμητά̱ , κμητός wrought fem nom/voc/acc dual κμητά̱ , κμητός wrought fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακάμας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της Φαίδρας. Σύμφωνα με μύθους μεταγενέστερους του Ομήρου, έλαβε μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας και ήταν ένας από τους πρεσβευτές των Ελλήνων που στάλθηκαν να ζητήσουν την Ωραία Ελένη… … Dictionary of Greek
θεόκμητος — θεόκμητος, ον (Α) ο κατασκευασμένος από θεό, ο επεξεργασμένος απο θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κμητος (< κάμνω), πρβλ. ανδρό κμητος, χειρό κμητος] … Dictionary of Greek
πυρίκμητος — ον, Α 1. ο κατεργασμένος στη φωτιά, αυτός που έχει υποστεί κατεργασία με τη χρήση φωτιάς 2. ο παρασκευασμένος στη φωτιά ή ο κομμένος στη φωτιά, πυρίκαυστος («πυρίκμητος χρώς», Νίκ. Θηρ.) 3. (για έδεσμα) μαγειρεμένος στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι… … Dictionary of Greek
νεόκμητος — νεόκμητος, ον (Α) 1. αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα 2. αυτός που δολοφονήθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κμητος (< κάμνω), πρβλ. πολύ κμητος] … Dictionary of Greek
πολύκμητος — ον, Α 1. ο επεξεργασμένος με πολύ κόπο («... χαλκός τε χρυσός τε πολύκμητός τε σίδηρος», Ομ. Ιλ.) 2. καλοδουλεμένος, επεξεργασμένος με πολλή προσοχή («...ἐπ οὐδοῦ ἷζε πολυκμήτου θαλάμοιο», Απολλ. Ρόδ.) 3. επίπονος, γεμάτος κόπο («ἐς πολέμοιο… … Dictionary of Greek
χειρόκμητος — και δωρ. τ. χειρόκματος, ον, Α χειροποίητος, φτειαγμένος με το χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + κμητος (< κάμνω), πρβλ. ἀνδρό κμητος] … Dictionary of Greek
χρυσεόδμητος — και δ. γρφ. χρυσεόκμητος, ον, Α (ποιητ. τ.) οικοδομημένος ή, γενικά, κατασκευασμένος από χρυσό («χρυσεοδμήτοισιν ὅρμοις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χρυσεόδμητος < χρυσεο (βλ. λ. χρυσ[ο] ) + δμητος (< δέμω «κατασκευάζω, οικοδομώ»), πρβλ. νεό… … Dictionary of Greek
αλίκμητος — (I) η, ο (Α ἀλίκμητος, ον) αυτός που δεν λιχνίστηκε, ο αλίχνιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λικμῶ) ( άω) «λιχνίζω»]. (II) ἁλίκμητος, ον (Α) ο κουρασμένος, ο βασανισμένος από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + κμητὸς < κάμνω… … Dictionary of Greek